Τα κοινά παυσίπονα φάρμακα, όπως η ιβουπροφαίνη και η νάπροξεν, χρησιμοποιούνται ευρέως για την αντιμετώπιση πόνων, φλεγμονών και πυρετού. Παρόλο που είναι εύκολα προσβάσιμα και αποτελεσματικά, νεότερες επιστημονικές έρευνες έχουν δείξει ότι η χρήση τους μπορεί να συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο εμφράγματος και άλλων καρδιαγγειακών προβλημάτων.
Πώς τα παυσίπονα επηρεάζουν την καρδιά
Τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα (ΜΣΑΦ), όπως η ιβουπροφαίνη, δρουν αναστέλλοντας συγκεκριμένες ουσίες στον οργανισμό που προκαλούν φλεγμονή και πόνο. Ωστόσο, αυτή η δράση μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την ισορροπία ανάμεσα στις ουσίες που ρυθμίζουν τη συστολή και τη διαστολή των αιμοφόρων αγγείων, καθώς και την πήξη του αίματος.
Ως αποτέλεσμα, η χρήση ΜΣΑΦ μπορεί να αυξήσει την αρτηριακή πίεση, να προκαλέσει κατακράτηση υγρών και να αυξήσει τον κίνδυνο δημιουργίας θρόμβων, παράγοντες που συμβάλλουν στην εμφάνιση εμφράγματος.
Ποιοι κινδυνεύουν περισσότερο
Οι άνθρωποι με προϋπάρχοντα καρδιαγγειακά προβλήματα, υπέρταση, διαβήτη ή υψηλή χοληστερίνη βρίσκονται σε μεγαλύτερο κίνδυνο. Επιπλέον, η μακροχρόνια ή υπερβολική χρήση ΜΣΑΦ αυξάνει σημαντικά τις πιθανότητες εμφράγματος.
Τι λένε οι μελέτες
Πολλές κλινικές μελέτες έχουν καταδείξει ότι η συχνή χρήση υψηλών δόσεων ΜΣΑΦ σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο καρδιακής προσβολής, ακόμη και σε νεότερα άτομα χωρίς ιστορικό καρδιαγγειακών νοσημάτων. Για τον λόγο αυτό, οι ιατρικοί φορείς συνιστούν τη χρήση των ΜΣΑΦ με προσοχή και μόνο όταν είναι απολύτως απαραίτητο.
Συμπέρασμα
Αν και τα κοινά παυσίπονα είναι αποτελεσματικά για την ανακούφιση πόνων, η αυξημένη προσοχή στη δοσολογία και η αποφυγή μακροχρόνιας χρήσης είναι απαραίτητα για την πρόληψη σοβαρών καρδιαγγειακών επιπλοκών. Πάντα να συμβουλεύεστε τον γιατρό σας πριν ξεκινήσετε ή συνεχίσετε τη χρήση αυτών των φαρμάκων, ειδικά αν έχετε καρδιακά προβλήματα ή άλλους παράγοντες κινδύνου.