Πολλοί άνθρωποι συμβουλεύονται διαιτολόγο για να επιτύχουν την κατάλληλη καθημερινή διατροφική τους ρουτίνα και να απαλλαγούν από περιττά κιλά. Η επιτυχής αυτή διαδικασία απαιτεί στενή συνεργασία ανάμεσα σε διαιτολόγο και ασθενή, με τον καθένα να είναι πρόθυμος να αλλάξει τις ανεπιθύμητες διατροφικές συνήθειες προκειμένου να επιτύχει μόνιμα αποτελέσματα στη μείωση του βάρους.
Σήμερα, περισσότεροι από 2 δισεκατομμύρια άνθρωποι έχουν βάρος μεγαλύτερο από το κανονικό, περισσότεροι από 700 εκατομμύρια θεωρούνται παχύσαρκοι και αν δεν αλλάξει κάτι σε αυτούς τους ρυθμούς, μέχρι το 2030 περισσότεροι από τους μισούς ανθρώπους σε αυτόν τον πλανήτη θα αντιμετωπίζουν θέμα υπερβαρότητας και παχυσαρκίας. Ωστόσο, γιατί φαίνεται να χάνουμε τη μάχη με τα κιλά μας, γιατί είναι τόσο δύσκολο να αντισταθούμε στις «σειρήνες» ενός λαχταριστού κομματιού σοκολατόπιτας ή στη συντροφιά από ένα πακέτο πατατάκια;
Γιατί υπάρχουν τόσες πολλές δίαιτες; Γιατί όποιο περιοδικό και αν ανοίξουμε ή σε όποια ιστοσελίδα περιηγηθούμε η θαυματουργή δίαιτα που υπόσχεται παντοτινό αδυνάτισμα είναι κυρίαρχη; Επειδή στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει τέτοια δίαιτα. Μάλιστα, σίγουρα αν υπήρχε, θα την είχαν όλα τα μέσα. Για ποιο λόγο ακόμα και εκείνοι που καταφέρνουν να αδυνατίσουν, επαναπροσλαμβάνουν περίπου το 1/3 του βάρους που έχασαν μέσα στον επόμενο χρόνο και τα υπόλοιπα, μέσα στα 3-5 χρόνια που ακολουθούν; Τι διαφορετικό κάνουν αυτοί (οι λίγοι) που διατηρούν τα κιλά τους σχεδόν για πάντα;
Το γεγονός ότι δεν υπάρχει σαφής απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα δίνει χώρο στη βιομηχανία αδυνατίσματος να θησαυρίζει. Θαυματουργά χάπια υποσχόμενα γρήγορη απώλεια βάρους προβάλλουν ξανά στα διαφημιστικά παράθυρα, τα «αδυνατιστήρια» άρχισαν και πάλι σιγά σιγά να εμφανίζονται υποσχόμενα ταχύτατη και χωρίς κόπο σιλουέτα μοντέλου, ενώ οι «μαγικές» ζώνες, τα σκουλαρίκια και οι πάτοι παπουτσιών πωλούνται ως απαραίτητα αξεσουάρ που συμβάλλουν στο εύκολο αδυνάτισμα.
Το σύγχρονο περιβάλλον μας καλλιεργεί μια ιδιόμορφη σωματικο-πνευματική αδράνεια και μειώνει την διάθεσή μας για αυτοκαθορισμό, μεταφέροντας την ευθύνη για αλλαγή και δράση σε άλλους. «Αν δεν πάρουμε τη ζωή στα χέρια μας, αν δεν καταλάβουμε ότι μόνοι μας θα πρέπει να ορίζουμε τις τύχες μας, λίγα πράγματα θα καταφέρουμε και μεταξύ της πλειοψηφίας που δεν θα καταφέρουμε, θα είναι και η διαχείριση του βάρους μας. Με άλλα λόγια το πρώτο βήμα στα πλαίσια τροποποίησης της συμπεριφοράς μας είναι να πάρουμε τις τύχες μας στα χέρια μας, θα πρέπει εμείς οι ίδιοι να γίνουμε οι διαιτολόγοι του εαυτού μας. Αν δεν το πιστέψουμε εμείς οι ίδιοι, θα ζούμε το φαύλο κύκλο της αυξομείωσης βάρους, ακριβώς όπως συμβαίνει στην πλειοψηφία των ατόμων που θέλουν να αδυνατίσουν.
Αν δεν κατανοήσουμε όχι μόνο ότι όλοι οι άνθρωποι δεν είναι ίδιοι, αλλά κι ότι το σώμα μας είναι σχεδιασμένο να παίρνει βάρος, ποτέ δεν θα αντιμετωπίσουμε την παχυσαρκία ουσιαστικά. Πράγματι, για εκατοντάδες εκατομμύρια χρόνια ο άνθρωπος ως κυνηγός, όταν έβρισκε πλεόνασμα τροφής το κατανάλωνε γιατί δεν ήξερε πόσο θα διαρκέσει το διάστημα ασιτίας του, το διάστημα δηλαδή μέχρι το επόμενο επιτυχημένο κυνήγι του. Το να φάει ό,τι έβρισκε μπροστά του λοιπόν, ήταν ουσιαστικά συνυφασμένο με την επιβίωσή του. Σύμφωνα με μια ενδιαφέρουσα θεωρία, αυτό έχει γραφτεί στα γονίδιά μας και μας συνοδεύει μέχρι και σήμερα. Όμως, στις μέρες μας, η πρόσληψη τροφής φυσικά δεν είναι συνυφασμένη με την επιβίωσή μας, μάλλον το αντίθετο. Η τροφή σήμερα είναι σε αφθονία, βρίσκεται παντού μπροστά μας και η έκφραση του γονιδίου για πρόσληψη τροφής όπου τη βρίσκουμε, μας οδηγεί στην υπερφαγία και στην επακόλουθη αύξηση βάρους.
Τι πρέπει, λοιπόν, να κάνει ο διαιτολόγος μας ώστε να μας βοηθήσει να χάσουμε βάρος σωστά;
Το πρώτο βήμα είναι η διάγνωση, να καταλάβουμε δηλαδή με τι οργανισμό έχουμε να κάνουμε. Η διάγνωση συνίσταται σε 3 επίπεδα.
1 . Λήψη ενός πλήρους ιατρικού, διατροφικού και συμπεριφορικού ιστορικού. Να συνυπολογίσουμε, δηλαδή, παθήσεις και διατροφικές ιδιαιτερότητες, όπως αλλεργίες δυσανεξίας αλλά και διατροφικές προτιμήσεις. Να προσδιορίσουμε τις δυσλειτουργικές σκέψεις και καταστάσεις που μας οδηγούν στην υπερφαγία.
2. Ανάλυση σύστασης σώματος. Προσδιορίζουμε τον μεταβολικό ρυθμό, το ποσοστό λίπους, το ενεργειακό ισοζύγιο και το δείκτη περιφέρειας μέσης προς γοφούς. Πρόκειται για παραμέτρους που είναι απαραίτητοι για τη δημιουργία της εξατομικευμένης δίαιτας.
3. Βαθμός ενεργοποίησης. Να δούμε δηλαδή πόσο έτοιμος είναι κάποιος να σπάσει τις κακές συνήθειες και να υιοθετήσει νέες, πιο υγιεινές. Το εργαλείο που χρησιμοποιούμε για την αξιολόγηση του βαθμού κινητοποίησης είναι πολύ σημαντικό γιατί μας δίνει μια πολύ ισχυρή ένδειξη για τις πιθανότητες επιτυχίας ή μη. Με αλλά λόγια, αν το κίνητρο δεν είναι ισχυρό, η σύσταση είναι να μην ξεκινήσει το πρόγραμμα διατροφής. Αν είναι μέτριο, προσπαθούμε με διάφορες τεχνικές να το ενισχύσουμε και παράλληλα, η αξιολόγηση αυτή ακολουθεί και σε διαφορά στάδια στην πορεία της απώλειας.