Αλτσχάιμερ: Ποιοι βιοδείκτες αποκαλύπτουν τη νόσο 20 χρόνια πριν εκδηλωθεί

Μια πρόσφατη μελέτη περιπτώσεων ελέγχου που διεξήχθη στην Κίνα και δημοσιεύθηκε στο New England Journal of Medicine αποκάλυψε ότι οι βιοδείκτες εξελίσσονται σε μια διαδοχή που διαρκεί 20 χρόνια στους ανθρώπους που αναπτύσσουν νόσο Αλτσχάιμερ.

Κατά τη διάρκεια μιας μέσης περιόδου παρακολούθησης 19,9 ετών, παρατηρήθηκαν αλλαγές στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό και στους βιοδείκτες απεικόνισης, οι οποίες ακολούθησαν μια συγκεκριμένη σειρά. Οι διαφορές που καταγράφηκαν ήταν εμφανείς ανάμεσα σε άτομα που αργότερα διαγνώστηκαν με σποραδική νόσο Αλτσχάιμερ και σε εκείνα που παρέμειναν γνωστικά υγιή, όπως σημείωσε η Jianping Jia από το Capital Medical University του Πεκίνου.

Μεταξύ σχεδόν 1.300 ενηλίκων ηλικίας 45 έως 65 ετών, οι χρονικές αλληλουχίες έδειξαν:

  • Στα 18 χρόνια πριν από τη διάγνωση του Αλτσχάιμερ, τα επίπεδα β-αμυλοειδούς στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό παρέκκλιναν μεταξύ των ομάδων
  • Στα 14 χρόνια, η αναλογία του β-αμυλοειδούς 42 στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό σε σχέση με το β-αμυλοειδές40 διέφερε
  • Στα 11 χρόνια, οι μετρήσεις του φωσφορυλιωμένου tau 181 στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό της ομάδας του Αλτσχάιμερ ανέβηκαν
  • Στα 10 χρόνια, η συνολική πρωτεΐνη ταυ στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό αυξήθηκε
  • Στα 9 χρόνια, η ελαφριά αλυσίδα του νευρονήματος του εγκεφαλονωτιαίου υγρού  (NfL), ένας δείκτης αξονικής βλάβης, αυξήθηκε
  • Στα 8 χρόνια, η ατροφία του ιππόκαμπου στη μαγνητική τομογραφία διέφερε μεταξύ των ομάδων
  • Στα 6 χρόνια, η γνωστική έκπτωση ήταν εμφανής στην ομάδα του Αλτσχάιμερ με βάση τις αξιολογήσεις της κλινικής άνοιας

Καθώς η γνωστική εξασθένηση προχωρούσε στην ομάδα της νόσου Αλτσχάιμερ, οι αλλαγές στους βιοδείκτες του εγκεφαλονωτιαίου υγρού αρχικά επιταχύνθηκαν και στη συνέχεια επιβραδύνθηκαν.

«Οι αλλαγές βιοδεικτών στη σποραδική νόσο Αλτσχάιμερ ήταν παρόμοιες από τις περισσότερες απόψεις με τη χρονική αλληλουχία εμφάνισης διαφορών βιοδεικτών σε μελέτες αυτοσωματικής επικρατούσας νόσου Αλτσχάιμερ, αν και οι μεταβολές στη συγκέντρωση του β-αμυλοειδούς 42 έγιναν εμφανείς σχεδόν μια δεκαετία αργότερα στη μελέτη μας», σημείωσαν η Δρ. Jia και οι συνεργάτες της.

Σημαντική η γνώση του χρόνου στις αλλαγές των βιοδεικτών του Αλτσχάιμερ

«Η σημασία αυτής της μελέτης δεν πρέπει να υποεκτιμηθεί», έγραψε ο Richard Mayeux από το Πανεπιστήμιο Columbia στη Νέα Υόρκη, σε ένα συνοδευτικό άρθρο. «Η γνώση του χρόνου αυτών των φυσιολογικών συμβάντων είναι κρίσιμη για να παρέχει στους κλινικούς γιατρούς χρήσιμα σημεία εκκίνησης για την πρόληψη και τις θεραπευτικές στρατηγικές», παρατήρησε.

Πάντως, η ακρίβεια μιας κλινικής διάγνωσης της νόσου Αλτσχάιμερ ήταν αμφιλεγόμενη, σημείωσε ο Δρ. Mayeux.

«Η ευαισθησία της κλινικής διάγνωσης κυμαινόταν από 70,9 έως 87,3% και η ειδικότητα κυμαινόταν από 44,3 έως 70,8%, σε σύγκριση με το πρότυπο αναφοράς της παθολογικής διάγνωσης στην αυτοψία», επεσήμανε και πρόσθεσε: «Οι βιοδείκτες μπορούν να παρέχουν «μια ευκαιρία για τη βελτίωση της διαγνωστικής ακρίβειας στη νόσο Αλτσχάιμερ και τη θέσπιση αντικειμενικών διαγνωστικών κριτηρίων».

Πώς διεξήχθη η μελέτη και ποια τα συμπεράσματα των επιστημόνων

Η Δρ. Jia και οι συνεργάτες της  χρησιμοποίησαν δεδομένα από μια μελέτη που περιλαμβανόταν στην προοπτική πανεθνική Μελέτη Γνωστικής και Γήρανσης της Κίνας (COAS. Οι συμμετέχοντες υποβλήθηκαν σε τεστ εγκεφαλονωτιαίου υγρού, γνωστικές αξιολογήσεις και απεικόνιση εγκεφάλου σε διαστήματα 2 έως 3 ετών και παρατηρήθηκαν για 15 χρόνια έως 20 χρόνια.

Μετά από αντιστοίχιση της βαθμολογίας τάσης για την ηλικία, το φύλο και την εκπαίδευση, 648 συμμετέχοντες με Αλτσχάιμερ αντιστοιχίστηκαν επιτυχώς 1:1 με συμμετέχοντες που παρέμειναν γνωστικά φυσιολογικοί στην τελευταία παρακολούθηση. Στην αρχή, οι συμμετέχοντες είχαν μέση ηλικία περίπου 61 ετών και το 50,6% ήταν άνδρες. Τα άτομα που τελικά διαγνώστηκαν με Αλτσχάιμερ είχαν περισσότερες πιθανότητες από τους ελέγχους να φέρουν αλληλόμορφο APOE4 (37,2% έναντι 20,4%).

Η γνωστική κατάσταση αξιολογήθηκε κατά την έναρξη κάθε παρακολούθησης με τρία τεστ. Οι συμμετέχοντες θεωρήθηκε ότι δεν είχαν γνωστική εξασθένηση εάν σημείωναν 27 ή υψηλότερη βαθμολογία στην εξέταση MMSE. Οι βαθμολογίες 12 ή υψηλότερες στο τεστ λογικής μνήμης (LMT) υποδεικνύουν κανονική γνωστική ικανότητα. Η τρίτη κλίμακα ήταν η CDR-SB, με τις υψηλότερες βαθμολογίες να υποδεικνύουν μεγαλύτερη βλάβη.

Οι βαθμολογίες MMSE ήταν περίπου 29,5 σε κάθε ομάδα. Οι βαθμολογίες LMT ήταν 16,8 και οι βαθμολογίες CDR-SB ήταν 0. Κατά την παρακολούθηση, το γνωστικά φυσιολογικό ορίστηκε ως η σταθερή διατήρηση μιας βαθμολογίας CDR-SB 0. Στην ομάδα του Αλτσχάιμερ, η εξέλιξη των δεικτών του εγκεφαλονωτιαίου υγρού φάνηκε να επιταχύνεται αρχικά και στη συνέχεια κορυφώθηκε με βαθμολογία MMSE περίπου 25 και βαθμολογία LMT περίπου 11.

Επειδή όλοι οι συμμετέχοντες ήταν Κινέζοι Χαν, τα ευρήματα μπορεί να μην μπορούν να γενικευτούν σε άλλους πληθυσμούς, σημειώνουν οι συγγραφείς. Επιπλέον, άτομα με οικογενειακό ιστορικό νόσου Αλτσχάιμερ αποκλείστηκαν. Το δείγμα της μελέτης μπορεί να μην αντιπροσωπεύει πολλούς ηλικιωμένους, τόνισαν επιπλέον οι ερευνητές.

Μοιραστείτε την ανάρτηση::