Η ατοπική δερματίτιδα, μια μορφή ατοπίας, είναι μια συχνή πάθηση που φαίνεται να αυξάνεται τα τελευταία χρόνια. Σύμφωνα με πρόσφατες επιδημιολογικές μελέτες, η ατοπική δερματίτιδα εντοπίζεται στο 3% των δερματοπαθειών και στο 20-25% των παιδιών κάτω των 4 ετών. Σε πολλές περιπτώσεις, το 50% των παιδιών με ατοπική δερματίτιδα βλέπουν βελτίωση μέχρι την ηλικία των 5 ετών, το 90% βλέπει βελτίωση κατά την εφηβεία, ενώ το υπόλοιπο ποσοστό μπορεί να αντιμετωπίσει συμπτώματα κατά τη διάρκεια της υπόλοιπης ζωής. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται αύξηση της συχνότητας της ατοπικής δερματίτιδας σε μεγαλύτερες ηλικίες.
Η πάθηση χαρακτηρίζεται από έντονη φαγούρα, που μπορεί να συνοδεύεται ή όχι από εξάνθημα. Όταν υπάρχει εξάνθημα, αυτό συνήθως εντοπίζεται στο πρόσωπο, το λαιμό, και στις κοιλότητες των αγκώνων και των γονάτων, αλλά μπορεί να καλύψει και όλη την επιφάνεια του σώματος. Εξελίσσεται με περιόδους έξαρσης και ύφεσης, και μπορεί να προκαλέσει σημαντική ταλαιπωρία στον ασθενή.
Η ατοπική δερματίτιδα πιθανόν οφείλεται σε πολυπαραγοντική κληρονομικότητα. Η έρευνα έχει εντοπίσει κάποια υποψήφια «ατοπικά γονίδια», τα οποία παραμένουν αδρανή στους περισσότερους ανθρώπους. Επίσης, έχει επιβεβαιωθεί ότι η ατοπική δερματίτιδα και άλλες ατοπικές εκδηλώσεις μπορεί να μεταβιβάζονται με διαφορετικούς τρόπους.
Η ατοπική δερματίτιδα συνδυάζει τέτοια ποικιλία ανοσολογικών διαταραχών που μπορούν να προκαλέσουν σύγχυση. Φαίνεται ότι ο ρόλος της επιβραδυνόμενης υπερευαισθησίας τύπου IV και των υπεραντιγόνων, ιδιαίτερα αυτό του χρυσίζοντα σταφυλόκοκκου, συνεχώς ενισχύεται στην παθογένεση της νόσου. Σε αντίθεση με τα υγιή άτομα, οι ασθενείς που πάσχουν από ατοπία διαθέτουν μεγαλύτερο αριθμό Τ βοηθητικών λεμφοκυττάρων τύπου 2 που εκκρίνουν ιντερλευκίνη-4 4 (IL4 – B cell – IgE) και ιντερλευκίνη-5 (εωσινόφιλα) και μικρότερο αριθμό Τ βοηθητικών λεμφοκυττάρων τύπου 1 που εκκρίνουν ιντερφερόνη-γ. Έχουν, επίσης, εντοπισθεί ορισμένοι παράγοντες που προκαλούν ή επιδεινώνουν την ατοπική δερματίτιδα, όπως λοιμώξεις, τροφές, οι κλιματολογικές συνθήκες, ρουχισμός, ουσίες από το περιβάλλον, διάφορα φάρμακα και η ψυχική υπερένταση.
Προηγμένα τεχνολογικά σκευάσματα
Η σύγχρονη αντιμετώπιση της νόσου περιλαμβάνει την τοπική και συστηματική αγωγή, καθώς και τα γενικά μέτρα, τα οποία πρέπει να ληφθούν.
Όσον αφορά στην τοπική αγωγή, οι μαλακτικές και ενυδατικές κρέμες για ενυδάτωση του δέρματος είναι εξαιρετικά ωφέλιμες και έχουν αναπτυχθεί προηγμένα, τεχνολογικά, σκευάσματα τα τελευταία χρόνια. Τα κορτικοστεροειδή αποτελούν την πιο συχνή θεραπεία, αλλά η συνεχής χρησιμοποίησή τους μπορεί να συνοδεύεται από ανεπιθύμητες ενέργειες. Τα τοπικά ανοσοτροποποιητικά φάρμακα (pimecrolimus – tacrolimus) φαίνεται ότι βοηθούν σημαντικά στον μακροχρόνιο έλεγχο της νόσου.
Όσον αφορά στην αγωγή από του στόματος, τα κορτικοστεροειδή, η κυκλοσπορίνη, η φωτοθεραπεία αποτελούν τα κλασσικά φάρμακα, αλλά έχουν ακόμη χρησιμοποιηθεί μεθοτρεξάτη, αζαθειοπρίνη, μυκοφαινολάτη, αναστολείς λευκοτριενίων και προβιοτικά, με ποικίλη αποτελεσματικότητα, ανάλογα με την ηλικία του ασθενούς, τη βαρύτητα της νόσου και τη συχνότητα των υποτροπών.
Τα γενικά μέτρα, τα «γιατροσόφια» όπως θα λέγαμε, είναι η αποφυγή της χρήσης μάλλινων ρούχων σε επαφή με το δέρμα, η χρήση κοινών στρωμάτων κατά τον ύπνο και όχι στρωμάτων με πούπουλα ή άλλα συνθετικά, η εφαρμογή μαλακτικών κρεμών μετά από κάθε λουτρό καθαρισμού και η αποφυγή ορισμένων τροφών.
Η ουσιαστική, όμως, αλλαγή στην θεραπευτική αντιμετώπιση της νόσου ξεκίνησε με την καλύτερη γνώση της αιτιοπαθογένειάς της και με την ανακάλυψη των βιολογικών παραγόντων, τα οποία είναι μονοκλωνικά αντισώματα που δεσμεύουν συγκεκριμένες κυτταροκίνες που συμμετέχουν στην αιτιοπαθογένεια της ατοπικής δερματίτιδας. Τέτοιο φάρμακο π.χ. είναι το dupilumab που δεσμεύει την Ιντερλευκίνη 4.
Επίσης, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν, εκτός από τους βιολογικούς παράγοντες, και μικρά μόρια που βρίσκονται σε ερευνητικό στάδιο ή ήδη κυκλοφορούν και στη χώρα μας μετά από ειδική διαδικασία, όπως οι αναστολείς των JAK κινασών (abrocitinib, baricitinib, upadacitinib, ruxolitinib, delgocitinib), οι οποίοι ανακουφίζουν πολύ γρήγορα από τον κνησμό.
Οι θεραπευτικές επιλογές λοιπόν στην ατοπική δερματίτιδα, πάντα σε συνεργασία με τον δερματολόγο, θα πρέπει να στοχεύουν στη μείωση των βλαβών και των συμπτωμάτων, στην πρόληψη ή μείωση του αριθμού των υποτροπών, στη μακροχρόνια θεραπευτική αγωγή για πρόληψη των εξάρσεων, στον περιορισμό των ανεπιθύμητων ενεργειών, στην τροποποίηση της πορείας της νόσου, αλλά και στην εκπαίδευση των ασθενών και των γονέων, εάν οι ασθενείς είναι παιδιά, αποβλέποντας τελικά στη βελτίωση της καθημερινότητας, της ψυχολογίας και κατά συνέπεια της ποιότητας ζωής των ασθενών μας.