Η καλή ψυχική μας υγεία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την σχέση μας με τη φύση. Η επαφή μας με το φυσικό στοιχείο βελτιώνει αποδεδειγμένα το άγχος και τη σωματική μας κατάσταση. Σημασία έχει, όμως, εξίσου και η ποικιλομορφία του φυσικού περιβάλλοντος, όπως επισημαίνουν ερευνητές από το King’s College του Λονδίνου, η οποία απειλείται όλο και περισσότερο από την κλιματική αλλαγή.
Σύμφωνα με τη μελέτη τους, που δημοσιεύθηκε στο Scientific Reports, οι χώροι με μεγαλύτερη βιοποικιλότητα μπορούν να βελτιώσουν περισσότερο την ψυχική ευεξία σε σύγκριση με φυσικούς χώρους με μικρότερη βιοποικιλότητα.
Τα στοιχεία που συγκέντρωσαν οι ερευνητές βασίστηκαν σε περίπου 40 χιλιάδες αναφορές από την εφαρμογή για smartphone «Urban Mind», οι οποίες έγιναν σε πραγματικό χρόνο και αφορούσαν την ψυχική ευεξία και τη φυσική ποικιλομορφία που κατέγραψαν 1.998 συμμετέχοντες. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα περιβάλλοντα με μεγαλύτερο αριθμό φυσικών χαρακτηριστικών, όπως δέντρα, πουλιά, φυτά και υδάτινες πηγές, σχετίστηκαν με περισσότερη ψυχική ανάταση, σε σύγκριση με τους φυσικούς τόπους με λιγότερα τέτοια γνωρίσματα, και με τα αποτελέσματά τους να διαρκούν έως και οκτώ ώρες.
«Απ’ όσο γνωρίζουμε, η μελέτη μας είναι και η πρώτη που εξετάζει τον αντίκτυπο στην ψυχική υγεία των καθημερινών επαφών με διαφορετικά επίπεδα φυσικής ποικιλομορφίας σε πραγματικές συνθήκες. Τα αποτελέσματά μας υπογραμμίζουν ότι με την προστασία και την προώθηση της φυσικής ποικιλομορφίας μπορούμε να μεγιστοποιήσουμε τα οφέλη της φύσης για την ψυχική ευεξία. Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι πρέπει να απομακρυνθούμε από τη λογική του καλοδιατηρημένου πάρκου με το κουρεμένο γκαζόν, το οποίο συνήθως συνδέεται με χαμηλότερη βιοποικιλότητα και να στραφούμε περισσότερο σε χώρους που αντικατοπτρίζουν τη βιοποικιλότητα των φυσικών οικοσυστημάτων. Δείχνοντας πώς η φυσική ποικιλομορφία ενισχύει την ψυχική μας ευημερία, παρέχουμε μια γερή βάση για τον τρόπο δημιουργίας πιο ποικιλόμορφων χώρων πρασίνου σε αστικά περιβάλλοντα» επισημαίνει ο επικεφαλής συγγραφέας Ryan Hammoud, βοηθός ερευνητής στο Ινστιτούτο Ψυχιατρικής, Ψυχολογίας και Νευροεπιστήμης (IoPPN) του King’s College του Λονδίνου.