Οι μοριακές αλλαγές που συμβαίνουν σε αυτές τις φάσεις εξηγούν τα ξαφνικά σημάδια γήρανσης, όπως οι πρώτες ρυτίδες, η χαλάρωση του δέρματος, το γκριζάρισμα των μαλλιών, καθώς και τους πόνους στους μύες και τις αρθρώσεις, μαζί με την αυξημένη ευπάθεια σε ιογενείς λοιμώξεις.
«Αυτή η μελέτη αποκαλύπτει γιατί πολλοί άνθρωποι αρχίζουν να «αισθάνονται» την ηλικία τους ξαφνικά», εξηγεί ο John Whyte, γιατρός οικογενειακής ιατρικής και πρώην διευθυντής της Υπηρεσίας Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ, ο οποίος αν και δεν συμμετείχε στην έρευνα «αμφισβητεί την παραδοσιακή άποψη ότι η γήρανση είναι μια αργή, συνεχής διαδικασία».
Ανατροπή σε όσα πιστεύαμε μέχρι σήμερα για τη γήρανση
Ο David Sinclair μοριακός γενετιστής, ερευνητής μακροζωίας και καθηγητής στην Ιατρική Σχολή του Χάρβαρντ, ο οποίος επίσης δεν συμμετείχε στην έρευνα, το θέτει πιο έντονα: «Η έρευνα έρχεται αντιμέτωπη με όσα πιστεύαμε μέχρι σήμερα για τη γήρανση, ιδιαίτερα τις εμφανείς αλλαγές αλλά και τις σταδιακές παθολογικές αλλαγές που συμβαίνουν όπως η αύξηση στα επίπεδα σακχάρου στο αίμα».
Και ενώ η μελέτη μπορεί να μην ισχύει για όλους, ο Sinclair θεωρεί ότι τα ευρήματά της «δείχνουν τις μεγάλες αλλαγές στη βιολογία μας στα 40 και 60 μας, σε σχέση με άλλες περιόδους της ζωής μετά την εφηβεία».
«Πολλές έρευνες και στο παρελθόν έχουν δείξει ότι οι αλλαγές που σχετίζονται με τη γήρανση μπορεί να συμβούν ξαφνικά στη διάρκεια ορισμένων περιόδων της ζωής μας», εξηγεί ο Mitch McVey, βιολόγος στο Πανεπιστήμιο Tufts που ειδικεύεται στο DNA και στους μοριακούς μηχανισμούς που συνδέονται με τη γήρανση.
Ένας από τους συγγραφείς της μελέτης του Στάνφορντ, ο επιστήμονας μικροβιώματος Xiaotao Shen, υποστηρίζει ότι η μελέτη βασίστηκε και σε προηγούμενα ευρήματα, «επιβεβαιώνοντας ουσιαστικά ότι η γήρανση δεν είναι γραμμική».
«Τα ευρήματα δεν χρειάζεται να σας κάνουν να φοβάστε όταν φτάσετε στα 40 και στα 60 σας. Η κατανόηση του πώς και πότε γερνάμε μπορεί να βοηθήσει τα άτομα και τους επαγγελματίες υγείας να λάβουν συγκεκριμένα μέτρα για να αποτρέψουν —ή τουλάχιστον να προετοιμαστούν — για ορισμένα από τα πιο ανεπιθύμητα αποτελέσματα της γήρανσης» υποστηρίζει ο Xiaotao Shen.
Πώς επηρεάζουν οι αλλαγές σε μοριακό επίπεδο
Για σχεδόν δύο χρόνια, οι επιστήμονες του Στάνφορντ μέτρησαν τη μοριακή δραστηριότητα αναλύοντας τους μικροοργανισμούς που περιέχονται σε δείγματα αίματος, δέρματος, μύτης, στόματος και εντέρου που λαμβάνονταν κάθε τρεις έως έξι μήνες από 108 συμμετέχοντες στη μελέτη διαφόρων εθνικών καταβολών, και ηλικίας από 25 έως 75.
Οι επιστήμονες χρησιμοποίησαν τα δείγματα για να εξετάσουν περισσότερα από 135.000 διαφορετικά μόρια και μικρόβια, συμπεριλαμβανομένων μεταβολιτών, λιπιδίων, πρωτεϊνών και πρόδρομων ουσιών πρωτεϊνών (μόρια RNA) που είναι γνωστό ότι σχετίζονται με την υγεία του ανοσοποιητικού, την καρδιαγγειακή λειτουργία, το μεταβολισμό, τη λειτουργία των νεφρών και τους μυς και δομή του δέρματος.
Συνολικά, συγκεντρώθηκαν περίπου 246 δισεκατομμύρια δεδομένα (βιοδείκτες) για τα 50 αυτά χρόνια (από τα 25-75) των συμμετεχόντων. «Ερευνήσαμε πότε οι μεγάλες αλλαγές και διαταραχές συνέβαιναν πιο συχνά σε μοριακό και βιοχημικό επίπεδο στη διάρκεια της ζωής κάποιου», εξηγεί ο Michael Snyder, συν-συγγραφέας της μελέτης και πρόεδρος του τμήματος γενετικής στο Stanford Medicine.
Τα δύσκολα 40 και 60
Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι το 81% των μορίων δεν άλλαζαν συνεχώς -όπως θα αναμενόταν με τη γραμμική γήρανση- αλλά μετασχηματίστηκαν σημαντικά γύρω στις ηλικίες 44 και 60 ετών.
Στην ηλικία των 44 ετών, μερικές από τις παρατηρούμενες αλλαγές εμφανίστηκαν σε:
- κύτταρα που επηρεάζουν το μεταβολισμό – κάτι που θα μπορούσε να εξηγήσει γιατί δυσκολευόμαστε να απορροφήσουμε και να επεξεργαστούμε την καφεΐνη και το αλκοόλ καθώς μεγαλώνουμε
- πρωτεΐνες λιπώδους ιστού – οι οποίες θα μπορούσαν να εξηγήσουν τα υψηλότερα επίπεδα χοληστερόλης και την απροσδόκητη αύξηση βάρους στη μέση ηλικία και
- πρωτεΐνες του συνδετικού ιστού που σχετίζονται με τη δομή του δέρματος και των μυών – κάτι που θα μπορούσε να εξηγήσει γιατί το δέρμα αρχίζει να κρεμάει, εμφανίζονται ρυτίδες και «γιατί οι άνθρωποι έχουν περισσότερα προβλήματα που σχετίζονται με την καταπόνηση και τους τραυματισμούς των μυών», εξηγεί ο Snyder.
Στην ηλικία των 60 ετών, η ομάδα παρατήρησε περισσότερες από αυτές τις ίδιες μοριακές αλλαγές μαζί με αξιοσημείωτες νέες διακυμάνσεις στα μόρια που σχετίζονται με τη λειτουργία των νεφρών και την υγεία του ανοσοποιητικού.
Αυτό, λέει ο Snyder, θα μπορούσε να εξηγήσει γιατί οι ηλικιωμένοι είναι πιο ευάλωτοι σε ασθένειες όπως το COVID-19 και γιατί τα ποσοστά καρκίνου, τα νεφρικά προβλήματα και οι καρδιαγγειακές διαταραχές αυξάνονται τόσο δραματικά στα 60 μας.
Ο Samuel Lin, αναπληρωτής καθηγητής χειρουργικής στην Ιατρική Σχολή του Χάρβαρντ και πλαστικός χειρουργός στο Beth Israel Deaconess Medical Center στη Βοστώνη, ο οποίος δεν συμμετείχε στην έρευνα, εξηγεί ότι οι μοριακές αλλαγές που συμβαίνουν ξαφνικά κατά την πρώτη έκρηξη γήρανσης μπορεί να επιδεινωθούν περαιτέρω όταν φτάνουμε στα 60 μας.
Κάθε περίοδος, μάλιστα, έχει ορατά αποτελέσματα όπως μείωση της παραγωγής κολλαγόνου και ελαστίνης, μειωμένη μελανίνη και ορμονικές αλλαγές που συμβάλλουν στη μειωμένη ποιότητα του δέρματος και το γκριζάρισμα και την αραίωση των μαλλιών.
«Αυτά τα ορατά σημάδια γήρανσης είναι άμεσα αποτελέσματα των υποκείμενων μοριακών και μικροβιακών αλλαγών που συμβαίνουν μέσα στο σώμα μας», λέει.
Πέρα από το ορατό, ο Lin σημειώνει ότι οι αλλαγές στις μικροβιακές κοινότητες σε όλο το σώμα μπορούν επίσης να προάγουν τη φλεγμονή – έναν βασικό παράγοντα σε πολλές διαταραχές που σχετίζονται με την ηλικία και χρόνιες παθήσεις.
Ο εντοπισμός τέτοιων μοριακών αλλαγών που συμβαίνουν σε αυτές τις δύο ξεχωριστές περιόδους «είναι χρήσιμος γιατί μας λέει ποια πράγματα είναι πιθανό να μας συμβούν σε αυτά τα στάδια της ζωής μας», λέει ο Βένκι Ραμακρίσναν, βραβευμένος με Νόμπελ επιστήμονας και συγγραφέας του Why We Die: The New Science of Aging and the Quest for Immortality, ο οποίος δεν συμμετείχε στην έρευνα.
Τα κενά σημεία της έρευνας
Παρότι η έρευνα αποκαλύπτει πολλά σημεία που ήταν άγνωστα μέχρι σήμερα, έχει και κάποια «κενά» καθώς προκαλέι αναπάντητα ερωτήματα.
Για παράδειγμα, το γεγονός ότι όλοι οι συμμετέχοντες στη μελέτη ζουν στην Καλιφόρνια, αυξάνει την πιθανότητα να έχουν κοινό υπόβαθρο, τρόπο ζωής και παρόμοιους περιβαλλοντικούς παράγοντες. “Εξαιτίας αυτού, η μελέτη μας μπορεί να μην αντιπροσωπεύει πλήρως την ποικιλομορφία του ευρύτερου πληθυσμού“, λέει ο Shen.
Οι μοριακές αλλαγές που παρατηρήθηκαν στη μελέτη παρακολουθήθηκαν επίσης μόνο σε πολλά άτομα διαφορετικών ηλικιών και όχι στα ίδια άτομα με την πάροδο του χρόνου. Αυτό το κομμάτι που λείπει μπορεί να είναι ουσιαστικό καθώς προηγούμενη δημοσιευμένη έρευνα του Stanford δείχνει ότι ο καθένας γερνάει διαφορετικά, επομένως τα αποτελέσματα της μελέτης μπορεί να είναι διαφορετικά στο ίδιο άτομο που παρακολουθείται για δεκαετίες.
Η μελέτη επίσης δεν συμπεριέλαβε συμμετέχοντες άνω των 75 ετών, «που σημαίνει ότι δεν λαμβάνει υπόψη τα πρότυπα γήρανσης στα μεταγενέστερα στάδια της ζωής», προσθέτει ο Lin.
Αξιοσημείωτο είναι ότι η έρευνα επίσης δεν αναλύει τις αιτίες που προκαλεί αυτές τις αλλαγές και δεν λαμβάνει υπόψη τις παραλλαγές στη διατροφή ή τις αλλαγές συμπεριφοράς, όπως κάποιος που βιώνει υψηλά επίπεδα στρες ή μειωμένη ποιότητα ύπνου. Επίσης, δεν εξετάζει εάν ένα άτομο καπνίζει, πίνει ή παίρνει συνταγογραφούμενα φάρμακα που μπορεί επίσης να εξηγήσουν ορισμένες από αυτές τις μοριακές αλλαγές.
Άλλες έρευνες έχουν δείξει ότι μερικοί άνθρωποι βιώνουν μια «κρίση μέσης ηλικίας» στα τέλη της δεκαετίας των 30 και στις αρχές των 40 ή μια «κρίση της όψιμης ζωής» στα τέλη της δεκαετίας των 50 και στις αρχές της δεκαετίας του ’60 – δύο χρονικές περιόδους που συμπίπτουν με αυτές τις «εκρήξεις» της γήρανσης. Με άλλα λόγια, «είναι πιθανό, οι ψυχολογικές αλλαγές και οι μεταβολές στον τρόπο ζωής μας να ευθύνονται σε κάποιο βαθμό για τις αλλαγές αυτές στη γήρανση και όχι η βιολογία μας», εξηγεί ο Sinclair.
Μπορούν να προληφθούν αυτές οι «εκρήξεις» γήρανσης;
Ανεξάρτητα από το τι κρύβεται πίσω από αυτές τις μοριακές αλλαγές, «οι υποκείμενες αιτίες της γήρανσης είναι πολύ πιθανότατα εκείνες που έχουμε ήδη εντοπίσει», λέει ο Ramakrishnan, επομένως έχουμε μια καλή ιδέα για το τι μπορούμε να κάνουμε ώστε να αποφύγουμε ορισμένα από τα ανεπιθύμητα αποτελέσματά της.
Πρώτον, ο Shen συμβουλεύει να μειώσετε την πρόσληψη αλκοόλ και καφεΐνης όταν πλησιάζετε στα 40 ή τα 60 σας, καθώς γίνεται πιο δύσκολο για το σώμα να μεταβολίσει και τις δύο ουσίες.
Ο Snyder συνιστά να παρακολουθείτε προσεκτικά τα επίπεδα χοληστερόλης από την ηλικία των 40 και να μιλάτε με τον γιατρό σας καθώς ενδέχεται να χρειάζεστε φάρμακα για τη ρύθμιση της.
Τονίζει επίσης τη σημασία της τακτικής άσκησης, «ιδιαίτερα τις ασκήσεις με βαράκια για να διατηρηθεί η μυϊκή μάζα», καθώς και η κατανάλωση περισσότερου νερού για την αντιμετώπιση προβλημάτων στα νεφρά που σχετίζονται με την ηλικία και η κατανάλωση περισσότερων τροφών πλούσιων σε αντιοξειδωτικά για τη μείωση των αρνητικών επιπτώσεων του οξειδωτικού στρες.
Η Sinclair προτείνει τον περιορισμό της πρόσληψης κόκκινου και επεξεργασμένου κρέατος, την κατανάλωση περισσότερων λαχανικών, τον επαρκή ύπνο, την ελαχιστοποίηση του άγχους, τη διατήρηση του βάρους και το κυριότερο να παραμένουμε ενεργοί παρά την πάροδο του χρόνου.
Επίσης, χρησιμοποιήσετε προϊόντα περιποίησης που περιέχουν ρετινοειδή ή αντιοξειδωτικά όπως η βιταμίνη C, “που μπορούν να βοηθήσουν στη διατήρηση της υγείας του δέρματος ενισχύοντας την παραγωγή κολλαγόνου και μειώνοντας τη βλάβη από τις ελεύθερες ρίζες”, συμβουλεύει ο Lin.
«Αν και δεν μπορούμε να σταματήσουμε τη διαδικασία γήρανσης, η κατανόηση των μοριακών αλλαγών που επισημαίνονται σε αυτή την έρευνα μας δίνει τη δυνατότητα να λάβουμε μέτρα που μπορούν να βελτιώσουν την ποιότητα της ζωής μας και να μας βοηθήσουν να γερνάμε πιο όμορφα» καταλήγει.