Αν διαπιστώνετε ότι το πρωί αισθάνεστε νυσταγμένοι, ενώ το βράδυ το μυαλό σας είναι πιο δραστήριο από ποτέ, ενδέχεται να ανήκετε στην κατηγορία των «νυχτερινών τύπων», σύμφωνα με τους επιστήμονες. Αυτή η συνήθεια μπορεί να σας εκθέτει σε αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης διαβήτη τύπου 2 και άλλων ανθυγιεινών συμπεριφορών στην καθημερινότητά σας.
«Στη διάρκεια 8ετούς μελέτης, διαπιστώσαμε ότι οι άτομα που ξενυχτούν είχαν 72% μεγαλύτερη πιθανότητα να αναπτύξουν διαβήτη», ανέφερε η Sina Kianersi, επικεφαλής συγγραφέας της έρευνας και μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο Brigham and Women’s Hospital. Επιπλέον, οι ερευνητές παρατήρησαν ότι η καθυστερημένη νυχτερινή κατάκλιση συνδέεται με ανθυγιεινές συνήθειες, οι οποίες συνεισφέρουν στην ανάπτυξη χρόνιων ασθενειών, όπως ο διαβήτης τύπου 2.
Ξενύχτι και κακές συνήθειες
Εκείνοι που αργούν να κοιμηθούν το βράδυ έχουν περισσότερες πιθανότητες να διατρέφονται με ακατάλληλες τροφές, να απέχουν από φυσική δραστηριότητα και να καταναλώνουν αλκοόλ σε μεγαλύτερες ποσότητες, λένε οι ερευνητές. Επίσης, διαπίστωσαν ότι αυτές οι συνήθειες ύπνου συμβάλλουν στην αύξηση του δείκτη Μάζας Σώματος σε επίπεδα πάνω του φυσιολογικού. Τα «νυχτοπούλια» σπάνια καταφέρνουν να κοιμηθούν 7 με 9 ώρες όπως προτείνουν οι περισσότεροι γιατροί ως ιδανικό διάστημα ύπνου ενώ επίσης τείνουν να καπνίζουν περισσότερο από καπνιστές που κοιμούνται νωρίτερα.
Πάντως, οι συγγραφείς της μελέτης σημειώνουν ότι ο κίνδυνος για εκδήλωση διαβήτη που προέκυψε μετά την συνεκτίμηση όλων των επιβαρυντικών παραγόντων, δεν αποκλείει την ύπαρξη και κάποιας γενετικής προδιάθεσης που θα μπορούσε να εξηγήσει όχι μόνο την εκδήλωση της νόσου αλλά και τις διαφορετικές συνήθειες ύπνου που υιοθετεί ο καθένας μας. Η βασική συμβουλή που απευθύνουν οι ειδικοί είναι σαφέστερη ενημέρωση για τους κινδύνους που εμπεριέχει αυτό το διαφορετικό ωράριο ώστε όσοι ξενυχτούν να προσπαθήσουν συνειδητά να παρέμβουν και να μετριάσουν τις ανθυγιεινές συνήθειες στον τρόπο ζωής τους που υποδαυλίζονται από την νυχτερινή ρουτίνα ύπνου τους.
Εσείς πώς κοιμάστε τη νύχτα;
Ο καθένας διαθέτει ένα εσωτερικό βιολογικό ρολόι, τον γνωστό κιρκάδιο ρυθμό, βάση του οποίου το σώμα ρυθμίζει την απελευθέρωση της ορμόνης
μελατονίνης που οδηγεί το σώμα στην προετοιμασία για ύπνο.
Σε κάποιο βαθμό, οι προσωπικοί μας ρυθμοί πιστεύεται ότι ενέχουν στοιχεία κληρονομικότητας ωστόσο όχι τόσο ισχυρά ώστε να κρατήσουν αμετάβλητες τις συνήθειες του ύπνου μας αν προσπαθήσουμε να παρέμβουμε προς μια πιο «φυσιολογική» κατάσταση. Εάν είστε από την φύση σας πρωινός τύπος, ο κιρκάδιος ρυθμός σας απελευθερώνει μελατονίνη πολύ νωρίτερα από το συνηθισμένο, δίνοντάς σας ενέργεια να είστε περισσότερο δραστήριοι το πρωί. Στους βραδινούς τύπους ωστόσο, το εσωτερικό ρολόι του σώματος εκκρίνει μελατονίνη πολύ αργότερα, κάνοντας τα πρωινά να κυλούν νωθρά ενώ η μέγιστη ενέργεια και εγρήγορση καταγράφεται αργότερα στο απόγευμα και το βράδυ. Το θέμα γίνεται πιο περίπλοκο, λαμβάνοντας υπόψιν ότι το κάθε κύτταρο στο σώμα έχει επίσης τον δικό του κιρκάδιο ρυθμό – και αυτό καθορίζει πότε πεινάμε, πώς λειτουργεί το γαστρεντερολογικό μας σύστημα, πότε μας είναι πιο εύκολο να ασκηθούμε, ακόμα και το πόσο καλά είναι σε θέση να λειτουργήσει το ανοσοποιητικό μας σύστημα. Όταν οι συνήθειες ύπνου μας διαταράσσουν αυτούς τους ρυθμούς, το σώμα παύει να είναι συγχρονισμένο πια.
Οι ορμόνες διαταράσσονται, η θερμοκρασία τους σώματος αλλάζει, ακόμα και ο μεταβολισμός επηρεάζεται αρνητικά. Και αυτό σύμφωνα με τους
ειδικούς δημιουργεί ένα «ντόμινο» βιολογικών αντιδράσεων το οποίο μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο για διαβήτη, καρδιαγγειακές παθήσεις και άλλες χρόνιες ασθένειες. Επιπρόσθετα, οι πρωινοί τύποι τείνουν να έχουν καλύτερες επιδόσεις στο σχολείο και να είναι πιο δραστήριοι κατά τη διάρκεια της ημέρας, γεγονός που μπορεί εν μέρει να εξηγεί γιατί οι μελέτες δείχνουν ότι διατρέχουν μικρότερο κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου.
Εναρμονίστε το πρόγραμμα σας με τον ύπνο
Η μελέτη, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Annals of Internal Medicine, παρακολούθησε σχεδόν 64.000 νοσηλευτές συλλέγοντας δεδομένα από το 2009 έως το 2017. Αυτά τα στοιχεία στη συνέχεια διασταυρώθηκαν με ιατρικά αρχεία των συμμετεχόντων για να προσδιοριστεί ποιος εμφάνισε διαβήτη.
Αν και ο συσχετισμός με την εμφάνιση διαβήτη ήταν ξεκάθαρος για εκείνους που ξενυχτούσαν και εργάζονταν κατά τη διάρκεια της ημέρας, δεν φάνηκε να επαληθεύεται για… ξενύχτηδες που πήγαιναν στη δουλειά αργότερα μέσα στην ημέρα ή εργάζονταν σε βάρδιες. Όταν ο βιολογικός ρυθμός ύπνου δεν ταίριαζε με τις ώρες εργασίας, οι ερευνητές κατέγραψαν την δυσλειτουργία στους δείκτες υγείας που οδηγούν σε αύξηση του κινδύνου, παρατήρηση που αποδεικνύει ότι ο πιο εξατομικευμένος προγραμματισμός εργασίας θα μπορούσε να είναιεπωφελής.