Πολλοί άνθρωποι απολαμβάνουν ένα ποτήρι κόκκινο κρασί με το φαγητό ή σε κοινωνικές περιστάσεις, όμως δεν είναι λίγοι εκείνοι που παραπονιούνται ότι λίγο αργότερα εμφανίζουν πονοκέφαλο, ακόμη και αν έχουν πιει μικρή ποσότητα. Το φαινόμενο αυτό έχει απασχολήσει τόσο τους επιστήμονες όσο και τους οινολόγους, και φαίνεται πως δεν οφείλεται αποκλειστικά στο αλκοόλ.
Ένας από τους βασικούς “υπόπτους” είναι οι τανίνες, φυσικές ενώσεις που προέρχονται από τη φλούδα, τα κουκούτσια και τα ξύλινα βαρέλια του κρασιού. Οι τανίνες είναι υπεύθυνες για τη χαρακτηριστική στυφή γεύση του κόκκινου κρασιού, αλλά σε ορισμένους ανθρώπους μπορούν να προκαλέσουν την απελευθέρωση σεροτονίνης στον εγκέφαλο — ουσία που, σε υπερβολική ποσότητα, σχετίζεται με πονοκεφάλους και ημικρανίες.
Ένας άλλος παράγοντας είναι τα θειώδη (sulfites), τα οποία χρησιμοποιούνται για τη συντήρηση του κρασιού και την αποφυγή οξείδωσης. Αν και τα θειώδη συχνά κατηγορούνται, οι επιστήμονες επισημαίνουν ότι προκαλούν προβλήματα κυρίως σε άτομα με ευαισθησία ή αλλεργία, ενώ οι περισσότεροι άνθρωποι τα ανέχονται χωρίς συμπτώματα.
Το κόκκινο κρασί περιέχει επίσης βιογενείς αμίνες, όπως η ισταμίνη και η τυραμίνη, που επηρεάζουν την κυκλοφορία του αίματος και μπορούν να προκαλέσουν διαστολή των αγγείων ή αύξηση της πίεσης. Η ισταμίνη, ειδικά, βρίσκεται σε μεγαλύτερες ποσότητες στα κόκκινα κρασιά σε σύγκριση με τα λευκά, γι’ αυτό και οι πονοκέφαλοι είναι πιο συχνοί μετά την κατανάλωσή τους.
Η αφυδάτωση είναι επίσης καθοριστικός παράγοντας. Το αλκοόλ δρα ως διουρητικό, απομακρύνοντας νερό και ηλεκτρολύτες από τον οργανισμό. Ένα ποτήρι νερό για κάθε ποτήρι κρασί μπορεί να μειώσει σημαντικά τον κίνδυνο πονοκεφάλου.
Τέλος, η ποιότητα του κρασιού παίζει ρόλο: φθηνά κρασιά συχνά περιέχουν περισσότερα πρόσθετα και χαμηλότερη ποιότητα πρώτης ύλης. Αν αντιμετωπίζετε συχνά πονοκέφαλο μετά από κόκκινο κρασί, δοκιμάστε ποικιλίες με χαμηλότερες τανίνες ή επιλέξτε βιολογικά κρασιά χωρίς πρόσθετα. Έτσι, θα απολαύσετε το ποτό σας με μέτρο — και χωρίς δυσάρεστες συνέπειες.