Το χασμουρητό είναι ένα περίεργο και ενδιαφέρον φαινόμενο, όχι μόνο επειδή συμβαίνει αυθόρμητα, αλλά και επειδή μπορεί να είναι «μεταδοτικό». Σίγουρα θα έχετε παρατηρήσει ότι όταν βλέπετε κάποιον να χασμουριέται, συχνά νιώθετε την ανάγκη να χασμουρηθείτε κι εσείς, ακόμη και αν δεν νιώθετε κουρασμένοι. Αλλά γιατί συμβαίνει αυτό;
Οι επιστήμονες πιστεύουν ότι η «μεταδοτικότητα» του χασμουρητού συνδέεται με την ενσυναίσθηση, την ικανότητα δηλαδή να αντιλαμβανόμαστε και να ανταποκρινόμαστε στα συναισθήματα των άλλων. Όταν βλέπουμε κάποιον να χασμουριέται, ο εγκέφαλός μας «ανταποκρίνεται» και τείνει να μιμηθεί αυτήν την κίνηση. Αυτή η συμπεριφορά πιθανώς πηγάζει από τους καθρέφτες νευρώνες, μια ειδική κατηγορία νευρώνων στον εγκέφαλο που ενεργοποιούνται τόσο όταν κάνουμε κάτι, όσο και όταν βλέπουμε κάποιον άλλον να το κάνει. Αυτοί οι νευρώνες βοηθούν τον εγκέφαλό μας να κατανοήσει και να μιμηθεί τις πράξεις και τα συναισθήματα των άλλων, ενισχύοντας την κοινωνική μας συνοχή και την ενσυναίσθηση.
Έρευνες έχουν δείξει ότι η μεταδοτικότητα του χασμουρητού είναι πιο έντονη ανάμεσα σε ανθρώπους που έχουν ισχυρούς συναισθηματικούς δεσμούς. Για παράδειγμα, είναι πιο πιθανό να χασμουρηθείτε όταν δείτε έναν φίλο ή ένα μέλος της οικογένειας να χασμουριέται, παρά έναν άγνωστο. Αυτό ενισχύει την άποψη ότι το φαινόμενο σχετίζεται με τη συναισθηματική σύνδεση και την κοινωνική ευαισθησία που έχουμε απέναντι στους γύρω μας.
Εκτός από την ενσυναίσθηση, το χασμουρητό έχει και φυσιολογικές αιτίες. Οι επιστήμονες πιστεύουν ότι το χασμουρητό βοηθά στην αύξηση της ροής του αίματος στον εγκέφαλο και στη ρύθμιση της θερμοκρασίας του, καθώς επιτρέπει την εισροή δροσερού αέρα και τη βελτίωση της εγκεφαλικής λειτουργίας. Με αυτή τη λογική, όταν βλέπουμε κάποιον να χασμουριέται, μπορεί ασυνείδητα να «εκλαμβάνουμε» το χασμουρητό ως σήμα ότι χρειαζόμαστε κι εμείς εγρήγορση ή βελτίωση της συγκέντρωσης.
Συμπερασματικά, το χασμουρητό είναι κάτι παραπάνω από ένα σημάδι κόπωσης – είναι ένας κοινωνικός και βιολογικός μηχανισμός. Η μεταδοτικότητά του μας υπενθυμίζει τη σύνδεση που μοιραζόμαστε με τους γύρω μας και δείχνει πώς ο εγκέφαλος μας ανταποκρίνεται στις κοινωνικές και φυσιολογικές «εντολές» που λαμβάνει από το περιβάλλον μας.