Η κατάσταση της υγείας μας, διάφορες ασθένειες, αλλά και οι διαδικασίες γήρανσης του οργανισμού “εμφανίζονται” στους γιατρούς μέσω κάποιων βιοδεικτών που αρκετές φορές έχουν μπει στο μικροσκόπιο των ερευνητών.
Προκειμένου να χρησιμοποιηθούν βέλτιστα στην κλινική έρευνα, θα πρέπει να τυποποιηθούν και να συλλεχθούν όσο το δυνατόν πληρέστερα, δήλωσε η ερευνήτρια από το Ίνσμπρουκ της Αυστρίας, Chiara Herzog. Μαζί με συναδέλφους της, παρουσίασε κατευθυντήριες γραμμές για την τυποποίηση των βιοδεικτών στο επιστημονικό περιοδικό “Nature Medicine”.
Οι κλασικοί βιοδείκτες περιλαμβάνουν τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα, τη θερμοκρασία του σώματος και το σωματικό βάρος.
Στη σύγχρονη ιατρική και έρευνα καταγράφεται και αξιολογείται επίσης μια μεγάλη ποικιλία μορίων στο σώμα, όπως οι μεταβολίτες του αίματος, οι πρωτεΐνες, τα γονίδια κινδύνου (όπως για τον καρκίνο του μαστού) και οι “επιγενετικές” αλλαγές στο γονιδίωμα που επηρεάζουν την ανάγνωση των γονιδίων.
“Η χρήση βιοδεικτών για την αξιολόγηση της βιολογικής γήρανσης μπορεί να συμβάλει στην πρόβλεψη του προσδόκιμου ζωής και της ποιότητας ζωής“, δήλωσε η Herzog, η οποία εργάζεται στο Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Μεταφραστικής Ογκολογίας Πρόληψης και Προληπτικού Ελέγχου του Πανεπιστημίου του Ίνσμπρουκ.
Αυτό συμβαίνει επειδή υποδεικνύει την αύξηση των μοριακών και κυτταρικών βλαβών με την πάροδο του χρόνου. Ωστόσο, η αξιοπιστία των διαφόρων βιοδεικτών δεν καταγράφεται και δεν επικυρώνεται (ελέγχεται ως προς την εγκυρότητα) ομοιόμορφα, ανέφερε, λέγοντας πως αυτή είναι μια απαραίτητη διαδικασία για να εξασφαλιστούν ακριβή και αξιόπιστα αποτελέσματα στην κλινική έρευνα.
Οι ερευνητές συμβουλεύουν ότι πρέπει να καταγράφονται ταυτόχρονα όσο το δυνατόν περισσότεροι βιοδείκτες για κάθε άτομο, όπως μεταβολίτες του αίματος, πρωτεΐνες και γενετικές αλλαγές.
“Αυτή η “multi-omics” προσέγγιση θα παρείχε καλύτερη εικόνα για την προγνωστική δύναμη των βιοδεικτών”, εξήγησαν.
Επιπλέον, οι βιοδείκτες γήρανσης θα πρέπει να συνδεθούν με άλλους παράγοντες υγείας, όπως η αδυναμία, η απώλεια (σωματικής) λειτουργίας, οι χρόνιες ασθένειες και οι αναπηρίες.
Τα δεδομένα και οι μέθοδοι εξέτασης θα πρέπει επίσης να τυποποιηθούν. Για το σκοπό αυτό έχουν αναπτύξει νέες κατευθυντήριες γραμμές.