Η έλλειψη σε βιταμίνη D συνδέεται (και) με καρδιαγγειακή νόσο

Η βιταμίνη D είναι ευρέως γνωστή για τον ρόλο της στην υγεία των οστών, καθώς βοηθά στην απορρόφηση του ασβεστίου. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια η επιστημονική έρευνα έχει αναδείξει τη σημασία της και σε άλλα κρίσιμα συστήματα του οργανισμού, με κυριότερο το καρδιαγγειακό. Η έλλειψη βιταμίνης D φαίνεται να συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο καρδιακών παθήσεων, υπέρτασης και αγγειακών επεισοδίων.

Μελέτες έχουν δείξει ότι χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D σχετίζονται με δυσλειτουργία του ενδοθηλίου, δηλαδή του εσωτερικού τοιχώματος των αγγείων, γεγονός που μπορεί να επιταχύνει την αθηροσκλήρωση. Παράλληλα, η βιταμίνη D φαίνεται να παίζει ρόλο στη ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης και στη μείωση της φλεγμονής, δύο παράγοντες που σχετίζονται άμεσα με την υγεία της καρδιάς.

Η έλλειψη σε βιταμίνη D είναι ιδιαίτερα συχνή σε περιοχές με περιορισμένη ηλιοφάνεια, σε άτομα που περνούν πολλές ώρες σε κλειστούς χώρους ή σε ηλικιωμένους, των οποίων το δέρμα παράγει λιγότερη ποσότητα βιταμίνης. Επίσης, η παχυσαρκία, ο σακχαρώδης διαβήτης και ορισμένα φάρμακα μπορούν να επηρεάσουν τα επίπεδα της στον οργανισμό.

Για την πρόληψη, η έκθεση στον ήλιο παραμένει η πιο φυσική πηγή βιταμίνης D, με περίπου 15–20 λεπτά καθημερινά, χωρίς αντηλιακό, σε πρόσωπο και χέρια να θεωρούνται επαρκή. Παράλληλα, τροφές όπως τα λιπαρά ψάρια (σολομός, σαρδέλες, σκουμπρί), τα αυγά και τα εμπλουτισμένα γαλακτοκομικά προϊόντα μπορούν να συμβάλουν στη διατήρηση φυσιολογικών επιπέδων. Σε περιπτώσεις σοβαρής ανεπάρκειας, οι γιατροί μπορεί να συστήσουν συμπληρώματα βιταμίνης D, πάντα με ιατρική καθοδήγηση.

Η έγκαιρη διάγνωση μέσω αιματολογικών εξετάσεων και η τακτική παρακολούθηση αποτελούν σημαντικά βήματα για την αποφυγή προβλημάτων. Η προστασία από την έλλειψη βιταμίνης D δεν αφορά μόνο τα οστά, αλλά και τη θωράκιση της καρδιάς απέναντι σε σοβαρές παθήσεις.

Μοιραστείτε την ανάρτηση::