Σε πανδημία τείνει να εξελιχθεί η μυωπία, ειδικά στις μικρότερες ηλικίες, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία.
Η συχνότητα εμφάνισης της μυωπίας στον παγκόσμιο πληθυσμό έχει αυξηθεί σημαντικά τις τελευταίες δεκαετίες – περίπου το 30-35% του παγκόσμιου πληθυσμού έχει σήμερα μυωπία, με πρόβλεψη να φτάσει στο 50% (περίπου 5 δισεκατομμύρια) μέχρι το 2050. Παράλληλα, αυξάνεται επικίνδυνα και ο επιπολασμός της υψηλής μυωπίας, με την πρόβλεψη να αναφέρει 1 δισεκατομμύριο ανθρώπους με μυωπία μεγαλύτερη από 5 βαθμούς (διοπτρίες). Αυτοί οι αριθμοί έχουν προκαλέσει έντονη ανησυχία στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (WHO), ο οποίος αντιμετωπίζει πλέον τη μυωπία ως μια οφθαλμική πάθηση με επιδημικό χαρακτήρα.
Η μυωπία αποτελεί, στα πρώτα στάδια εμφάνισής της, ένα «διαθλαστικό σφάλμα», που προκαλεί μείωση στην ευκρίνεια της όρασης για μακρινά αντικείμενα. Η μυωπία εμφανίζεται, συνήθως, στην παιδική ηλικία των 8-10 ετών και αυξάνεται προοδευτικά μέχρι τα 15-18 έτη. Ο ρυθμός αύξησής της είναι μεγαλύτερος στα πρώτα χρόνια εξέλιξής της, ενώ είναι πιθανόν, σε νεανικούς πληθυσμούς με υψηλό μορφωτικό επίπεδο και συνεχή εκπαίδευση, να αυξάνεται ακόμα και στην 3η δεκαετία της ζωής. Κάτω από φυσιολογικές συνθήκες, τα παιδιά γεννιούνται με υπερμετρωπία, ο οφθαλμός δηλαδή είναι μικρότερος σε σχέση με τη συνολική διαθλαστική του ισχύ και έχει περίπου τα 3/4 του μεγέθους ενός ενήλικα. Καθώς τα παιδιά μεγαλώνουν, όπως αυξάνεται το ύψος και το βάρος, έτσι αυξάνεται και το μέγεθος των ματιών τους και πιο συγκεκριμένα το αξονικό μήκος τους, μια σημαντική παράμετρος που καθορίζει τη διάθλασή τους. Η αύξηση γίνεται «αρμονικά», μέσω ενός «μηχανισμού εμμετρωποίησης», με σκοπό τη διαμόρφωση ενός εμμετρωπικού οφθαλμού (από τα αρχαία ελληνικά “εν” + “μέτρο” + “ωψ”), που εξασφαλίζει ευκρινή όραση σε όλες τις αποστάσεις.
Η μυωπία στα παιδιά εμφανίζεται στην περίπτωση που η επιμήκυνση στο αξονικό μήκος των ματιών είναι μεγαλύτερη από όση αντιστοιχεί σε μια δεδομένη ηλικία. Η υπερβολική αύξηση στο αξονικό μήκος, το μέγεθος και τον όγκο του οφθαλμού, που σχετίζεται με την υψηλή μυωπία, είναι πιθανόν να προκαλέσει δομικές αλλαγές στον οφθαλμό και αποτελεί σημαντικό παράγοντα κινδύνου για σοβαρές οφθαλμικές παθήσεις, όπως η μυωπική ωχροπάθεια, η αποκόλληση του αμφιβληστροειδή, ο καταρράκτης και το γλαύκωμα. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η υψηλή μυωπία αποκαλείται παθολογική και οδηγεί σε απώλεια όρασης, ακόμα κι όταν διορθώνεται διαθλαστικά, ενώ μπορεί να καταλήξει και σε τύφλωση.
Οι αιτιογενείς παράγοντες για την εμφάνιση και την εξέλιξη της μυωπίας είναι πολυπαραγοντικοί και συνοψίζονται στην:
- Ηλικία: Όσο νωρίτερα εμφανίσει ένα παιδί μυωπία, τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος εξέλιξης σε υψηλή ή και παθολογική μυωπία κατά την ενηλικίωση.
- Εθνικότητα: Οι Ασιάτες εμφανίζουν υψηλότερα ποσοστά μυωπίας και μεγαλύτερους ρυθμούς εξέλιξης της μυωπίας σε σύγκριση με πληθυσμούς στο Δυτικό κόσμο.
- Γενετική προδιάθεση: Είχε κυριαρχήσει στο παρελθόν ως η βασική αιτία εμφάνισης της μυωπίας, σήμερα γνωρίζουμε ότι υπάρχει απλά «προδιάθεση». Παιδιά με 1 μύωπα γονέα έχουν 2-3 φορές μεγαλύτερο ρίσκο ανάπτυξης της μυωπίας, ενώ παιδιά με 2 μύωπες γονείς περίπου 6-8 φορές.
- Περιβαλλοντικούς παράγοντες: Στην αποχή των παιδιών από δραστηριότητες σε εξωτερικούς χώρους λόγω της έντονης αστικοποίησης και των αυξημένων απαιτήσεων της εκπαίδευσης (δραστηριότητες εντός σπιτιού και σε κλειστούς χώρους
- Σχολεία, φροντιστήρια και στον παρατεταμένο χρόνου κοντινής εργασίας, ως αποτέλεσμα της εντατικής εκπαίδευσης και της υπερβολικής χρήσης υπολογιστών και διαδραστικών συσκευών (tablet, smartphones).
Διάγνωση – Διόρθωση – Διαχείριση της μυωπίας
Η διάγνωση της μυωπίας αποτελεί μόνο την αρχή της εξελικτικής της πορείας. Η εξέλιξή της διαφέρει από παιδί σε παιδί, είναι όμως σαφές ότι η εμφάνιση μυωπίας σε μικρή ηλικία έχει αυξημένη πιθανότητα εξέλιξης σε παθολογική μυωπία στην ενηλικίωση.
Η διόρθωση της παιδικής μυωπίας επιτυγχάνεται με γυαλιά, φακούς επαφής ή με διαθλαστική επέμβαση, μετά την ενηλικίωση. Είναι, όμως, σημαντικό να κατανοήσουμε ότι οι παραπάνω συμβατικοί οπτικοί τρόποι διόρθωσης, αν και αντιμετωπίζουν πλήρως τα συμπτώματα της θολής μακρινής όρασης, δεν θεραπεύουν, ούτε ελέγχουν την εξέλιξη της παιδικής μυωπίας. Αντιθέτως, στις περισσότερες περιπτώσεις, συνεχίζεται η αύξηση της μυωπίας προς υψηλότερους βαθμούς. Αυτό συμβαίνει γιατί οι μυωπικοί οφθαλμοί παρουσιάζουν λιγότερη μυωπία στην περιφέρειά τους, σε σχέση με το κεντρικό οπτικό πεδίο, οδηγώντας, με την ηλικία, σε περαιτέρω επιμήκυνση του οφθαλμού και αύξηση της μυωπίας.
Είναι επιστημονικά αποδεδειγμένο ότι σημαντική επίδραση στην εξέλιξη της μυωπίας έχει η περιφερική όραση, λόγω της μεγαλύτερης έκτασής της. Έχει, μάλιστα, παρατηρηθεί ότι οι μυωπικοί οφθαλμοί παρουσιάζουν λιγότερη μυωπία στην περιφέρεια τους, σε σχέση με το κεντρικό οπτικό πεδίο, λόγω της μη ομοιογενούς ανατομικής τους ανάπτυξης (ο μυωπικός οφθαλμός αποκτά ωοειδές σχήμα). Ως αποτέλεσμα, οι συμβατικοί τρόποι διόρθωσης (γυαλιά ή φακοί επαφής) οδηγούν σε «υπερδιόρθωση» της μυωπίας στο περιφερικό οπτικό πεδίο, γεγονός που φαίνεται να διαταράσσει το «μηχανισμό εμμετρωποίησης», ιδιαίτερα όταν τα παιδιά στερούνται δραστηριοτήτων σε εξωτερικούς χώρους, όπου το οπτικό περιβάλλον είναι «διοπτρικά ομοιογενές» (όλα τα αντικείμενα στο οπτικό πεδίο βρίσκονται σχετικά μακριά). Είναι, επομένως, απαραίτητο η διόρθωση της παιδικής μυωπίας να εξασφαλίζει ομοιογενή διόρθωση σε όλο το εύρος της όρασης. Αυτό επιτυγχάνεται με σύγχρονους οπτικούς σχεδιασμούς φακών επαφής (ορθοκερατολογία και πολυεστιακούς φακούς μια χρήσης) και με ειδικούς σχεδιασμούς φακών οράσεως (γυαλιά), γνωστούς ως φακούς «περιφερικής αφεστίασης», που έχουν πρόσφατα εξελίξει οι κατασκευαστές. Η αποτελεσματικότητα των συγκεκριμένων τεχνολογιών έχει διερευνηθεί με τυχαιοποιημένες κλινικές δοκιμές, προσφέροντας μια επιβράδυνση στην εξέλιξη της παιδικής μυωπίας μεταξύ περίπου 35-55%.
Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε τους μηχανισμούς εμμετρωποίησης και να δράσουμε προς όφελος των παιδιών με μυωπία, ακόμα και σε αρχικά στάδια εμφάνισής της, προλαμβάνοντας την εξέλιξή της σε μια παθολογική κατάσταση. Επιβραδύνοντας την εξέλιξή της, επιδρούμε θετικά στην καθημερινότητα του παιδιού (καλύτερη ποιότητα όρασης, συμμετοχή σε αθλητικές δραστηριότητες, αυξημένη αυτοπεποίθηση), ενώ εξασφαλίζουμε μελλοντικά οφέλη ως προς την όραση και την οφθαλμική του υγεία. Η πρόληψη και η επιβράδυνση της μυωπικής εξέλιξης είναι επίσης καθοριστική στη μείωση του κινδύνου εμφάνισης παθολογικής μυωπίας και άλλων οφθαλμικών παθήσεων. Η σπουδαιότητα της επιβράδυνσης της εξέλιξης της μυωπίας γίνεται εμφανής από πρόσφατα επιστημονικά δεδομένα, που δείχνουν ότι η ελάττωση ενός μόνο βαθμού (μίας διοπτρίας), μπορεί να μειώσει κατά 40% την πιθανότητα ανάπτυξης μυωπικής ωχροπάθειας.
Ολοκληρώνοντας, είναι αναγκαίο να διασφαλιστεί από τους αρμόδιους φορείς ότι οι μαθητές θα λαμβάνουν τακτική οφθαλμολογική εξέταση σε μικρές ηλικίες, κατά προτίμηση κάθε χρόνο, έτσι ώστε να μπορούν να χρησιμοποιηθούν προληπτικές στρατηγικές, εάν είναι σε κίνδυνο ανάπτυξης μυωπίας. Αυτές οι στρατηγικές μπορεί να περιλαμβάνουν αυξημένο χρόνο σε εξωτερικούς χώρους με παράλληλη μείωση του χρόνου που δαπανάται για κοντινές δραστηριότητες, αλλά και νέες μεθόδους διαχείρισης της μυωπίας, όπως η χρήση ορθοκερατολογικών και πολυεστιακών φακών επαφής και γυαλιών περιφερικής αφεστίασης, οι οποίες είναι επιστημονικά τεκμηριωμένο ότι επιβραδύνουν την εξέλιξη της μυωπίας.