Γιατί οι πιθανότητες μιας γυναίκας να αποκτήσει παιδί μειώνονται όσο αυξάνεται η ηλικία της;
Η γονιμότητα αναφέρεται στην ικανότητα ενός ατόμου – συγκεκριμένα μιας γυναίκας σε αυτή την περίπτωση – να αποκτήσει απογόνους.
Τις τελευταίες δεκαετίες οι εξελίξεις στον τομέα της υποβοηθουμένης αναπαραγωγής είναι ιδιαίτερα σημαντικές. Ξεκινώντας από τα φάρμακα, που προκαλούν ωορρηξία, το πρώτο εκ των οποίων εγκρίθηκε από τον αμερικανικό οργανισμό FDA, για ευρεία χρήση το 1967 και φθάνοντας στο 1978, οπότε και γεννήθηκε η Louise Brown, το πρώτο «μωρό του σωλήνα», όπως αποκαλούντο τότε τα μωρά, που προήλθαν από εξωσωματική γονιμοποίηση.
Βέβαια, οι εξελίξεις στην υποβοηθούμενη αναπαραγωγή δεν σταμάτησαν εκεί και τα πρωτόκολλα, που σήμερα χρησιμοποιούμε έχουν σαφώς λιγότερες παρενέργειες και υψηλότερες πιθανότητες επιτυχίας. Έτσι σήμερα υπάρχουν πολλές επιλογές στο «οπλοστάσιό» μας, που επιτρέπουν να βοηθήσουμε μία γυναίκα – ή πιο σωστά, ένα ζευγάρι – να αποκτήσει παιδί. Οι επιλογές αυτές ξεκινούν από την απλή παρακολούθηση της ωορρηξίας με υπερηχογράφημα, περνούν από τη σπερματέγχυση και φθάνουν στην εξωσωματική, η οποία ενίοτε «συμπληρώνεται» από ακόμα πιο εξελιγμένες τεχνικές, όπως είναι ο προεμφυτευτικός γενετικός έλεγχος των εμβρύων.
Συνεπώς, σήμερα – μπορεί με ασφάλεια να πει κανείς – ότι χάρη στις εξελίξεις αυτές, γυναίκες, οι οποίες σε άλλες εποχές θα θεωρούνταν «υπογόνιμες», σήμερα ένεκα των μέσων, που έχουμε στη διάθεσή μας, αντιμετωπίζονται ως άτομα με μειωμένη γονιμότητα μεν, αλλά «γόνιμα» δε, αφού είναι δυνατόν να αποκτήσουν παιδί.
Πώς μπορούμε να μετρήσουμε τη γονιμότητα της γυναίκας;
Όπως περιγράφεται και σε κλασσική μελέτη του 1986, είναι δύσκολο να μετρήσουμε σήμερα στην πράξη τις πιθανότητες, που έχει μία γυναίκα να συλλάβει με φυσικό τρόπο, εξαιτίας της ευρείας χρήσης αντισυλληπτικών μεθόδων, χάρη στις οποίες η εγκυμοσύνη μπορεί να αναβληθεί επί αρκετά χρόνια. Στη μελέτη χρησιμοποιήθηκαν ιστορικά στοιχεία από ομάδες πληθυσμών, από διάφορα μέρη του κόσμου, σε διαφορετικές χρονικές περιόδους και μπορεί κανείς να δει το σχετικό πίνακα διαδικτυακά, όπως δημοσιεύθηκε σε μελέτη του 2014. Εκ του πίνακα αυτού προκύπτει σαφής μείωση των πιθανοτήτων μία γυναίκα να αποκτήσει παιδί, όσο προχωρά η ηλικία της. Μάλιστα, όπως αναφέρεται και στην προαναφερθείσα μελέτη του 2014, σε γενικές γραμμές η γονιμότητα της γυναίκας αρχίζει να φθίνει από την ηλικία των 32 ετών, αλλά η πτώση της καθίσταται πιο έντονη μετά τα 37 έτη.
Ένα άλλο εμπόδιο στη μέτρηση της γονιμότητας της γυναίκας σε κάθε ηλικία είναι και η δεδομένη μείωση της σεξουαλική δραστηριότητας, όσο η γυναίκα μεγαλώνει. Αυτό το εμπόδιο ελήφθη υπόψη σε μία άλλη σημαντική μελέτη του 1982 από τη Γαλλία. Στη μελέτη αυτή συμμετείχαν 2193 άτεκνες γυναίκες, των οποίων οι σύζυγοι παρουσίαζαν αζωοσπερμία (δεν είχαν ζωντανά σπερματοζωάρια στο σπέρμα τους). Οι συγκεκριμένες γυναίκες, προκειμένου να τεκνοποιήσουν, κατέφυγαν στην σπερματέγχυση με χρήση σπέρματος από δότη. Οι επιστήμονες μέτρησαν τις πιθανότητες μία γυναίκα να τεκνοποιήσει μετά από 12 προσπάθειες σπερματέγχυσης. Ενώ οι πιθανότητες αυτές ανέρχονταν στο 74% για γυναίκες με ηλικία μικρότερη των 31 ετών, αυτές έπεφταν στο 62% για γυναίκες με ηλικία μεταξύ των 31 και των 35 ετών και στο 54% για γυναίκες ηλικίας μεγαλύτερης των 35 ετών.
Ανάλογη με την ηλικία είναι και η πτώση των πιθανοτήτων επιτυχίας και σε ό,τι αφορά γυναίκες, οι οποίες κατέφυγαν σε εξωσωματική γονιμοποίηση: όσο μεγαλύτερη η ηλικία της γυναίκας, τόσο μικρότερες οι πιθανότητες επιτυχίας.
Γιατί μειώνονται οι πιθανότητες μία γυναίκα να αποκτήσει παιδί, όσο μεγαλώνει η ηλικία της;
Στην προαναφερθείσα μελέτη του 2014 περιγράφεται, πως η μείωση των πιθανοτήτων απόκτησης τέκνου, όσο η ηλικία της γυναίκας μεγαλώνει, συνδέεται κατά κύριο λόγο με την μείωση της δυνατότητας των ωοθηκών να παράγουν ώριμα ωάρια, αλλά και με την αντίστοιχη ανάλογη με την ηλικία αύξηση των πιθανοτήτων εκδήλωσης παθολογιών, που θα μπορούσαν να επηρεάσουν αρνητικά τη γονιμότητα της γυναίκας όπως είναι:
- τα ινομυώματα
- η απόφραξη των σαλπίγγων
- η ενδομητρίωση
Επιπροσθέτως, στο συγκεκριμένο πόνημα αναφέρεται, πως όσο μεγαλώνει η ηλικία της γυναίκας, αυξάνονται και οι πιθανότητες αποβολής, λόγω διαταραχών στα χρωμοσώματα, του εμβρύου.
Ενδιαφέρον έχει και σχετική μελέτη του 1995, στα πλαίσια της οποίας οι επιστήμονες ανέλυσαν το γενετικό υλικό 524 εμβρύων με κανονική μορφολογία, τα οποία προέκυψαν μετά από εξωσωματική γονιμοποίηση. Οι παρατηρήσεις τους επιβεβαίωσαν την αύξηση των πιθανοτήτων το έμβρυο να φέρει χρωμοσωμικές ανωμαλίες, όσο μεγαλώνει η ηλικία της μητέρας.
Αξίζει τέλος να αναφερθούμε σε μεγάλη μελέτη του 2007, στα πλαίσια της οποίας οι επιστήμονες έλαβαν υπόψη τους τα δεδομένα από 148.494 κύκλους εξωσωματικής γονιμοποίησης και υπολόγισαν τις πιθανότητες αποβολής μετά τις 7 εβδομάδες κύησης και αφού είχε καταγραφεί καρδιακή λειτουργία. Οι πιθανότητες αυτές ήταν 9,9% για γυναίκες με ηλικία μικρότερη των 33 ετών, 11,4% για γυναίκες με ηλικία 33 ή 34 ετών, 13,7% για γυναίκες ηλικίας μεταξύ των 38 και των 40 ετών, 29.9% για γυναίκες ηλικίας 41 ή 42 ετών και 36,6% για γυναίκες ηλικίας μεγαλύτερης των 42 ετών.