Η τακτική έκθεση στα μικροσκοπικά σωματίδια της ατμοσφαιρικής ρύπανσης, που προέρχονται κυρίως από την κίνηση των οχημάτων στους δρόμους, πιθανώς αυξάνει την πιθανότητα εμφάνισης άνοιας, σύμφωνα με νέα επιστημονική έρευνα. Επιπλέον, η χρόνια έκθεση στην ατμοσφαιρική ρύπανση αυξάνει τον κίνδυνο εγκεφαλικού και τις επακόλουθες επιπλοκές του, όπως υποδεικνύει άλλη επιστημονική μελέτη.
Η πρώτη έρευνα, μια μετα-ανάλυση που συμπεριέλαβε όλες τις δημοσιευμένες διεθνώς μελέτες (συνολικά 17) σχετικά με τη σχέση μεταξύ ατμοσφαιρικής ρύπανσης και άνοιας, επικεντρώθηκε στα σωματίδια PM2,5 με διάμετρο μικρότερη από 2,5 εκατομμυριοστά του μέτρου. Αυτά τα σωματίδια αιωρούνται στην ατμόσφαιρα και εισχωρούν στον οργανισμό κυρίως μέσω της εισπνοής. Οι έρευνες αυτές κάλυψαν περισσότερους από 91 εκατομμύρια ανθρώπους ηλικίας άνω των 40 ετών, από τους οποίους περίπου 5,5 εκατομμύρια (ή το 6%) διαγνώστηκαν με άνοια κατά τη διάρκεια της μελέτης.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον δρ Εχσάν Αμπολχαζανί του καναδικού Δυτικού Πανεπιστημίου, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «Neurology» της Αμερικανικής Ακαδημίας Νευρολογίας, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο κίνδυνος άνοιας αυξάνεται κατά 3% για κάθε 1 μg/m3 (ένα μικρογραμμάριο ανά κυβικό μέτρο αέρα) αύξησης των μικροσωματιδίων στην ατμόσφαιρα. Γενικότερα, διαπιστώθηκε ότι οι ηλικιωμένοι που δεν είχαν εμφανίσει άνοια, είχαν κατά μέσο όρο εκτεθεί λιγότερο σε μικροσωματίδια ρύπων.
«Καθώς οι άνθρωποι ζουν ολοένα περισσότερα χρόνια, παθήσεις όπως η άνοια τείνουν να γίνουν συχνότερες, συνεπώς ο εντοπισμός και η κατανόηση των παραγόντων κινδύνου που θα μπορούσαν να αποφευχθούν, αποτελεί κλειδί για τη συγκράτηση της αύξησης της εν λόγω νόσου. Δεδομένου ότι έκθεση του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας έδειξε ότι πάνω από το 90% του παγκόσμιου πληθυσμού ζει σε περιοχές με υψηλότερες των συνιστώμενων επιπέδων ρύπανσης του αέρα, τα ευρήματα παρέχουν περαιτέρω στοιχεία υπέρ της ενίσχυσης των κανονισμών για την ποιότητα του αέρα και την επιτάχυνση της μετάβασης από τα ορυκτά καύσιμα στις ανανεώσιμες ενέργειες», δήλωσε ο δρ Αμπολχαζανί.
«Μολονότι η μετα-ανάλυσή μας δεν αποδεικνύει ότι η ρύπανση του αέρα προκαλεί άνοια, αλλά δείχνει μόνο μια συσχέτιση μεταξύ τους, η ελπίδα μας είναι ότι αυτά τα ευρήματα θα ωθήσουν τους ανθρώπους να αναλάβουν πιο ενεργή δράση για τη μείωση της έκθεσής τους στη ρύπανση. Οι άνθρωποι μπορούν, μεταξύ άλλων, να χρησιμοποιούν περισσότερη ανανεώσιμη ενέργεια, να επιλέγουν να ζουν σε περιοχές με χαμηλότερα επίπεδα ρύπανσης και να φροντίζουν για τη μείωση της ρύπανσης από τα τροχοφόρα στις κατοικημένες περιοχές», πρόσθεσε.
Κίνδυνος και για εγκεφαλικό
Η χρόνια έκθεση στη ρύπανση του αέρα αυξάνει τον κίνδυνο ενός εγκεφαλικού, καθώς και των κατοπινών επιπλοκών του, δείχνει μια νέα κινεζική επιστημονική μελέτη.
Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου Σουν Γιατ-σεν, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση επίσης στο περιοδικό «Neurology» της Αμερικανικής Ακαδημίας Νευρολογίας, ανέλυσαν στοιχεία για 318.752 ανθρώπους ηλικίας 40 έως 69 ετών, οι οποίοι ζούσαν στη Βρετανία και κανένας δεν είχε ιστορικό εγκεφαλικού στην αρχή της έρευνας. Στη διάρκεια μιας περιόδου 15 ετών, σχεδόν 6.000 άτομα έπαθαν εγκεφαλικό, 3.000 καρδιαγγειακή νόσο και 1.000 πέθαναν από διάφορες αιτίες. Η μελέτη συσχέτισε την υγεία των ανθρώπων με τα επίπεδα ρύπανσης στην περιοχή της κατοικίας τους.
Διαπιστώθηκε ότι όσο αυξανόταν η έκθεση στη ρύπανση της ατμόσφαιρας, τόσο μεγάλωνε ο κίνδυνος εγκεφαλικού. Για κάθε 5 έξτρα μg/m3 (μικρογραμμάρια ανά κυβικό μέτρο αέρα)μικροσωματιδίων ΡΜ2,5 σε ετήσια βάση, η πιθανότητα εγκεφαλικού αύξανε κατά 24%. Τα σωματίδια αυτά, που έχουν διάμετρο έως δυόμισι εκατομμυριοστά του μέτρου και εισχωρούν στον οργανισμό, προέρχονται κυρίως από τις εξατμίσεις των οχημάτων.
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) συνιστά η μέση ετήσια έκθεση σε ΡΜ2,5 να μην υπερβαίνει τα 5μg/m3. Στη μελέτη όσοι έπαθαν εγκεφαλικό, είχαν εκτεθεί σε διπλάσια μέσα επίπεδα ΡΜ2,5 της τάξης των 10 μg/m3.
«Η έκθεση σε ΡΜ2,5 μπορεί να προκαλέσει συστημικό οξειδωτικό στρες, φλεγμονή, αθηροσκλήρωση και να αυξήσει έτσι τον κίνδυνο εγκεφαλικού», σύμφωνα με τον επικεφαλής ερευνητή Χουαλιάνγκ Λιν.
Επίσης, η μελέτη βρήκε ότι για κάθε αύξηση κατά 5μg/m3 στη μέση ετήσια έκθεση ενός ανθρώπου σε διοξείδιο του αζώτου (προϊόν καύσης), υπήρχε αύξηση κατά 4% στον κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου μετά το εγκεφαλικό. Πάντως δεν φάνηκε η ρύπανση να συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο ενός άμεσα θανατηφόρου εγκεφαλικού επεισοδίου.