Η χρήση κάνναβης, είτε για ψυχαγωγικούς είτε για ιατρικούς σκοπούς, έχει αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, προκαλώντας έντονο επιστημονικό και κοινωνικό ενδιαφέρον. Παρά το γεγονός ότι η ουσία συνδέεται με αναλγητικά αποτελέσματα και χαλάρωση, οι ειδικοί προειδοποιούν για πιθανές επιπτώσεις σε καρδιά και εγκέφαλο, ιδιαίτερα σε νέους και σε όσους κάνουν συστηματική χρήση.
Σύμφωνα με μελέτες, η κάνναβη μπορεί να επηρεάσει την καρδιακή λειτουργία. Η κύρια δραστική ουσία, η τετραϋδροκανναβινόλη (THC), προκαλεί αύξηση της καρδιακής συχνότητας και αλλαγές στην αρτηριακή πίεση. Αυτό μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο καρδιαγγειακών επεισοδίων, ειδικά σε άτομα με προϋπάρχοντα καρδιολογικά προβλήματα. Επιπλέον, μακροχρόνια χρήση συνδέεται με αυξημένη πιθανότητα φλεγμονών και διαταραχών στην αγγειακή λειτουργία, γεγονός που μπορεί να επηρεάσει την καρδιά και την κυκλοφορία του αίματος.
Στον εγκέφαλο, η κάνναβη δρα στα κανναβινοειδή συστήματα, επηρεάζοντας τη μνήμη, τη συγκέντρωση και τη λήψη αποφάσεων. Έρευνες έχουν δείξει ότι η συχνή χρήση σε εφήβους μπορεί να επηρεάσει την ανάπτυξη νευρικών κυκλωμάτων, οδηγώντας σε προβλήματα στη γνωστική λειτουργία και σε μειωμένη ψυχολογική ανθεκτικότητα. Η THC αυξάνει την απελευθέρωση ντοπαμίνης, προκαλώντας προσωρινή ευφορία, αλλά μπορεί επίσης να συνδεθεί με αυξημένο κίνδυνο αγχώδους διαταραχής ή ακόμη και ψύχωσης σε ευπαθείς χρήστες.
Παράλληλα, οι επιστήμονες τονίζουν ότι η επίδραση εξαρτάται από τη δόση, τη διάρκεια χρήσης, την ηλικία έναρξης και τον τρόπο κατανάλωσης. Το κάπνισμα, για παράδειγμα, συνδέεται με μεγαλύτερο καρδιολογικό κίνδυνο συγκριτικά με τη λήψη μέσω τροφών ή εκχυλισμάτων. Η έρευνα συνεχίζεται, με στόχο να κατανοηθούν οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις και να καθοριστούν ασφαλείς πρακτικές για ιατρική χρήση.
Συνολικά, η κάνναβη δεν είναι αθώα ουσία και η επίδρασή της στην καρδιά και τον εγκέφαλο δεν πρέπει να υποτιμάται. Η σωστή ενημέρωση και η υπεύθυνη χρήση, σε συνδυασμό με ιατρική παρακολούθηση, μπορούν να μειώσουν τους κινδύνους, αλλά η πλήρης κατανόηση των επιπτώσεων παραμένει αντικείμενο ενεργούς επιστημονικής μελέτης.



