Η σχέση μεταξύ βιταμίνης D και καρκίνου του δέρματος είναι σύνθετη. Ενώ η έκθεση στον ήλιο είναι απαραίτητη για την παραγωγή βιταμίνης D, υπερβολική ηλιοθεραπεία μπορεί να είναι επιβλαβής και για υγιή άτομα και για όσους έχουν μελάνωμα ή άλλους τύπους καρκίνου του δέρματος.
Οι έρευνες έχουν εξετάσει τον πιθανό ρόλο της βιταμίνης D στη μείωση του κινδύνου ανάπτυξης καρκίνου, ειδικότερα του μελανώματος. Ορισμένες μελέτες υποδεικνύουν ότι η βιταμίνη D μπορεί να έχει προστατευτική δράση έναντι του επιθετικού αυτού καρκίνου. Μια μελέτη που πραγματοποιήθηκε από Ισπανούς ερευνητές έδειξε επίσης ότι οι ασθενείς με μελάνωμα που έχουν φυσιολογικά επίπεδα βιταμίνης D τείνουν να ζουν περισσότερο.
Το ποσοστό των ατόμων που αναπτύσσουν μελάνωμα παρουσιάζει σταθερή άνοδο τις τελευταίες δεκαετίες. Σύμφωνα με στοιχεία, πρόκειται για τον 17ο συχνότερο καρκίνο παγκοσμίως. Η εμφάνισή του είναι απότοκο πολύπλοκων αλληλεπιδράσεων μεταξύ γενετικών και περιβαλλοντικών παραγόντων κινδύνου, αλλά η υπερβολική έκθεση σε υπεριώδη ακτινοβολία, είτε αυτή προέρχεται από τον ήλιο είτε από solarium, είναι ο σοβαρότερος παράγοντας κινδύνου. Το ίδιο ισχύει για κάθε καρκίνο του δέρματος.
Όσοι έχουν υποστεί ηλιακό έγκαυμα στην παιδική, εφηβική ή ενήλικη ζωή τους -το οποίο σημειωτέον μπορεί να προκληθεί ακόμα και τον χειμώνα ιδίως κατά την παραμονή σε περιοχές σε μεγάλο υψόμετρο και σε περιβάλλοντα που αντανακλούν τις ακτίνες του ήλιου, π.χ. χιόνι- αντιμετωπίζουν διπλάσιο κίνδυνο σε σχέση με τους ανθρώπους που αποφεύγουν στον ήλιο.
Η αιτία είναι ότι η υπεριώδης ακτινοβολία μπορεί να βλάψει άμεσα το DNA και επίσης να δημιουργήσει συνθήκες που είναι επιβλαβείς για αυτό, ευνοώντας την ανάπτυξη και την εξέλιξη του καρκίνου. Αυτές, βέβαια, οι επιδράσεις δεν συμβαίνουν σε όλους, αλλά διαμορφώνονται από γενετικούς παράγοντες.
Πέραν αυτών, τα επίπεδα της βιταμίνης D θα μπορούσαν να επηρεάσουν τον κίνδυνο εμφάνισης του καρκίνου και να διαδραματίσουν ρόλο στην εξέλιξή του.
Για να διαπιστωθεί η σχέση μεταξύ της βιταμίνης D και της πρόγνωσης ασθενών με διηθητικό μελάνωμα, η ισπανική ερευνητική ομάδα αξιολόγησε, σε Πανεπιστημιακό νοσοκομείο της Βαρκελώνης, τα επίπεδά της σε συνολικά 264 πάσχοντες. Η μέση ηλικία τους ήταν τα 57,51 έτη και το 54,2% αυτών ήταν γυναίκες.
Τα άτομα κατηγοριοποιήθηκαν σε δύο ομάδες: η πρώτη είχε βιταμίνη D κάτω από 10 ng/ml και η δεύτερη ίση ή υψηλότερη από 10 ng/ml. Παρακολουθήθηκαν για 6-7 χρόνια, κατά μέσο όρο. Επισημαίνεται ότι παρότι η μέτρηση κάτω από 10 ng/mL θεωρήθηκε έλλειψη στη συγκεκριμένη μελέτη, υπάρχει διαφορά μεταξύ των χωρών. Σε κάποιες το όριο αυτό είναι υψηλότερο.
Οι ερευνητές εξέτασαν τις διαφορές στη συνολική επιβίωση αλλά και στον κίνδυνο θανάτου ειδικά από το μελάνωμα με βάση τα επίπεδα της βιταμίνης D, λαμβάνοντας υπόψη την ηλικία, το φύλο, την εποχή που έγινε η εξέταση και διάφορες άλλες μεταβλητές.
Διαπίστωσαν ότι οι ασθενείς που είχαν χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D είχαν χαμηλότερο ποσοστό επιβίωσης από κάθε αιτία. Η ανάλυση έδειξε ότι μετά από 5 έτη το 90,1% των ατόμων που το επίπεδο της βιταμίνης ήταν πάνω από 10 ng/ml ζούσε, σε σύγκριση με το 84,2% εκείνων που είχαν κάτω από 10 ng/ml. Αυτή η διαφορά στη συνολική επιβίωση μεταξύ εκείνων που βρίσκονταν πάνω και εκείνων που βρίσκονταν κάτω από το όριο των 10 ng/ml φάνηκε να διευρύνεται με την πάροδο του χρόνου.
Τόσο στους ασθενείς με καρκίνο του δέρματος όσο και στον γενικό πληθυσμό συστήνεται να περιορίζουν την έκθεσή τους στον ήλιο. Η αποφυγή του, όμως, έχει επίπτωση στα επίπεδα της βιταμίνης D και εν συνεχεία σε διάφορες παθήσεις και όχι μόνο του δέρματος. Το ζητούμενο επομένως είναι η εύρεση ενός τρόπου επίτευξης και διατήρησης των επιπέδων της σε ικανοποιητικά επίπεδα.
Αρκετοί πιστεύουν ότι η λύση είναι η διατροφική πρόσληψη, η οποία δεν επαρκεί ομολογουμένως, ή η λήψη συμπληρωμάτων βιταμίνης D. Παρότι η έλλειψή της έχει συνδεθεί με οστεοπόρωση, κάποιες μορφές καρκίνου, με αυτοάνοσα νοσήματα, καρδιακή νόσο, σακχαρώδη διαβήτη, κ.ά. και η συμπλήρωσή της με φαρμακευτικά ιδιοσκευάσματα σε δισκία, κάψουλες, σταγόνες έχει αποδειχθεί ευεργετική, τα δεδομένα για το κατά πόσον θα μπορούσε να παραταθεί η ζωή των ασθενών με μελάνωμα εάν αυξηθούν με αυτόν τον τρόπο τα επίπεδα της βιταμίνης D δεν έχει ακόμα αποσαφηνιστεί. Μελέτες βρίσκονται σε εξέλιξη και ενδεχομένως να δείξουν ότι τα συμπληρώματα αποτρέπουν τον κίνδυνο υποτροπής.
Γενικότερα, απαιτείται περισσότερη έρευνα για να εδραιωθεί ο ρόλος της βιταμίνης D στην πρόληψη και την εξέλιξη του μελανώματος και κατά πόσον τα συμπληρώματα μπορούν να βοηθήσουν.
Στη συγκεκριμένη μελέτη, πάντως, εκτός από τα επίπεδα της βιταμίνης D το αποτέλεσμα επηρέασαν και άλλοι παράγοντες όπως η μεγαλύτερη ηλικία, το φύλο και η ύπαρξη υψηλότερου δείκτη Breslow, που μετρά το πάχος του όγκου. Το πάχος του όγκου αποτελεί ένα από τους σημαντικότερους προγνωστικούς δείκτες για την εξέλιξη του μη μεταστατικού μελανώματος και την επιβίωση του ασθενή.
Αυτή εξαρτάται από την έγκαιρη διάγνωσή του. Επομένως, οποτεδήποτε εντοπιστεί κάποια διαφοροποίηση του δέρματος στο χρώμα, τη μορφή, το μέγεθος ή στο σχήμα ενός υπάρχοντος σπίλου θα πρέπει να αναζητείται διάγνωση από δερματολόγο. Δεδομένου ότι η κλινική εμφάνιση του μελανώματος διαφέρει ανάλογα με τον τύπο της νόσου, η ευαισθησία της κλινικής διάγνωσης από έναν έμπειρο δερματολόγο είναι περίπου 70%, ποσοστό που αυξάνεται με την ψηφιακή δερματοσκόπηση, για τη διενέργεια της οποίας όμως απαιτείται εκπαίδευση και εξειδίκευση.