Η οστεοπόρωση και τα κατάγματα που προκαλεί αναδεικνύονται σε μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις για τη δημόσια υγεία του 21ου αιώνα. Η πάθηση αυτή, που χαρακτηρίζεται από μείωση της οστικής μάζας και αυξημένη ευθραυστότητα των οστών, αφορά εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως, κυρίως γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση αλλά και άνδρες μεγαλύτερης ηλικίας. Τα οστεοπορωτικά κατάγματα δεν είναι απλώς μια «φυσιολογική συνέπεια» του γήρατος· αποτελούν μια σιωπηλή επιδημία με σοβαρές κοινωνικές και οικονομικές προεκτάσεις.
Σύμφωνα με διεθνείς μελέτες, μία στις τρεις γυναίκες και ένας στους πέντε άνδρες άνω των 50 ετών θα υποστεί τουλάχιστον ένα κάταγμα που σχετίζεται με την οστεοπόρωση στη διάρκεια της ζωής του. Τα πιο συχνά είναι τα κατάγματα ισχίου, σπονδύλων και καρπού. Ιδιαίτερα τα κατάγματα ισχίου συνδέονται με υψηλή νοσηρότητα και θνησιμότητα, αφού πολλοί ασθενείς δεν επανέρχονται ποτέ στην προηγούμενη κινητικότητά τους και συχνά οδηγούνται σε μόνιμη εξάρτηση από φροντίδα.
Η «μάστιγα» των οστεοπορωτικών καταγμάτων δεν περιορίζεται στις επιπτώσεις στην υγεία. Το οικονομικό κόστος για τα συστήματα υγείας είναι τεράστιο, με δαπάνες για χειρουργεία, αποκατάσταση και μακροχρόνια φροντίδα. Παράλληλα, οι κοινωνικές συνέπειες για τις οικογένειες και το ίδιο το άτομο είναι βαρύτατες, καθώς η απώλεια αυτονομίας πλήττει δραματικά την ποιότητα ζωής.
Η πρόληψη αποτελεί το ισχυρότερο «όπλο». Η έγκαιρη διάγνωση με μέτρηση οστικής πυκνότητας, η σωστή διατροφή πλούσια σε ασβέστιο και βιταμίνη D, η συστηματική άσκηση και η αποφυγή καπνίσματος και υπερβολικής κατανάλωσης αλκοόλ μειώνουν σημαντικά τον κίνδυνο. Επιπλέον, υπάρχουν αποτελεσματικές φαρμακευτικές θεραπείες που συμβάλλουν στη μείωση των καταγμάτων όταν η νόσος έχει ήδη διαγνωστεί.
Η οστεοπόρωση δεν είναι αναπόφευκτο πεπρωμένο. Με ενημέρωση, πρόληψη και έγκαιρη παρέμβαση, η κοινωνία μπορεί να περιορίσει τις συνέπειες αυτής της «μάστιγας του αιώνα», προστατεύοντας όχι μόνο την υγεία αλλά και την αξιοπρέπεια εκατομμυρίων ανθρώπων.