Μεγάλη διακύμανση παρουσιάζει η διασπορά των Διαταραχών Αυτιστικού Φάσματος μεταξύ των νομών της χώρας μας, με περισσότερα από 1 στα 100 Ελληνόπουλα, ηλικίας 10 και 11 ετών, να εμφανίζουν Διαταραχή Αυτιστικού Φάσματος (ASD), με τα αγόρια να είναι τετραπλάσια απ’ ότι τα κορίτσια. Ωστόσο η διάγνωσή τους δεν έγινε πρώιμα αλλά όψιμα, καθώς τα περισσότερα είχαν ηλικία 4 έως 10 ετών όταν ανιχνεύθηκε η διαταραχή τους.
Τα στοιχεία αυτά προέρχονται από την πρώτη επιδημιολογική μελέτη στην Ελλάδα που εκτιμά τον επιπολασμό, τη διασπορά, την κατανομή φύλου και την ηλικία πρώτης διάγνωσης των Διαταραχών Αυτιστικού Φάσματος (ASD) στα παιδιά, σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο.
Όπως εξηγεί η Καθηγήτρια Αναπτυξιακής Παιδιατρικής κα Λωρέττα Θωμαΐδου-Ηλιοδρομίτη, η έρευνα διενεργήθηκε με τη συμμετοχή των 62 Κέντρων Εκπαιδευτικής και Συμβουλευτικής Υποστήριξης (ΚΕΣΥ) της χώρας. Η συλλογή των στοιχείων πραγματοποιήθηκε από την Μονάδα Αναπτυξιακής Παιδιατρικής και υποστηρίχθηκε από το Τμήμα Ειδικής Αγωγής του Υπουργείου Παιδείας και το Νευροαναπτυξιακό Κέντρο Ειδικής Φροντίδας Παιδιών του Πολεμικού Ναυτικού.
«Οι διαταραχές Αυτιστικού Φάσματος (ASD) αποτελούν διά βίου νευροαναπτυξιακές διαταραχές που διαγιγνώσκονται στην πρώτη παιδική ηλικία με αυξανόμενη συχνότητα παγκοσμίως», λέει η κα Θωμαΐδου-Ηλιοδρομίτη. «Τα άτομα με Διαταραχές Αυτιστικού Φάσματος εμφανίζουν ελλείμματα στην κοινωνική συνδιαλλαγή, τη γλωσσική και μη γλωσσική επικοινωνία, καθώς και περιορισμένεςεπαναληπτικές συμπεριφορές, ενδιαφέροντα και κινήσεις. Η σοβαρότητα των συμπτωμάτων ποικίλλει και η λειτουργικότητα των αυτιστικών κυμαίνεται από αυτόνομα και παραγωγικά για την κοινωνία άτομα, έως άτομα με περιορισμένη αυτονομία, νοητική μειονεξία και άλλες συννοσηρότητες που απαιτούν συνεχή και πολύπλευρη υποστήριξη».
Από μελέτες διαχρονικής παρακολούθησης ενηλίκων με αυτισμό υψηλής λειτουργικότητας, υπολογίζεται ότι 30-50% των πασχόντων ζουν ανεξάρτητη και παραγωγική ζωή. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την πολυπαραγοντική αιτιολογία του αυτισμού, καθιστά επιτακτική, την πρώιμη διάγνωση και θεραπευτική αντιμετώπιση της διαταραχής, σε όσο το δυνατόν μικρότερη ηλικία, ώστε τα πάσχοντα παιδιά να αναπτύξουν δεξιότητες ζωής που θα τους επιτρέψουν την αυτόνομη ένταξή τους στο κοινωνικό σύνολο.
«Την τελευταία 20ετία σε όλο τον κόσμο η συχνότητα των Διαταραχών Αυτιστικού Φάσματος στα παιδιά είναι όχι μόνο αυξημένη αλλά και συνεχώς αυξανόμενη», τονίζει η Καθηγήτρια. «Σύμφωνα με πρόσφατες διαχρονικές μελέτες στις ΗΠΑ, η συχνότητα του Αυτισμού από 1/110 παιδιά που ήταν το 2009, αυξήθηκε σταδιακά και σήμερα ανέρχεται σε 1 στα 59 παιδιά! Συχνότητα 1/59 παιδιά σημαίνει ότι περίπου 2 παιδιά στα 100 εμφανίζουν Αυτισμό. Ο μέσος επιπολασμός παγκοσμίως μεταξύ 2000 και 2016 εκτιμήθηκε σε 0,7% ενώ στην πλειονότητα των πρόσφατων μελετών η συχνότητα του Αυτισμού κυμαίνεται από 0,8% έως 1,5%».
Με βάση την ταχύτατα αυξανόμενη συχνότητα ενός ιδιαίτερα σοβαρού παιδιατρικού νοσήματος και την αποτελεσματικότητα της πρώιμης παρέμβασης, η Αμερικανική Ακαδημία Παιδιατρικής σε επαναλαμβανόμενες ετήσιες κατευθυντήριες οδηγίες από το 2016 συνιστά συστηματικό προληπτικό έλεγχο (screening) για την πρώιμη ανίχνευση των Διαταραχών Αυτιστικού Φάσματος σε όλα τα παιδιά από το 2ο έτος ζωής με σταθμισμένες ειδικές δοκιμασίες.
Η Μονάδα Αναπτυξιακής Παιδιατρικής της Β’ Παιδιατρικής Κλινικής του ΕΚΠΑ, ήδη από το 2016, δημιούργησε και στάθμισε σε ελληνικό παιδικό πληθυσμό την Αναπτυξιακή Δοκιμασία Επικοινωνίας «ΠΑΙΣ», που ανιχνεύει πρώιμα διαταραχές αυτιστικού φάσματος σε παιδιά ηλικίας από 18 μηνών έως 4 χρόνων με αντικειμενικό και ασφαλή τρόπο.
Η παρατηρούμενη αύξηση του επιπολασμού των Αυτιστικών διαταραχών αποδίδεται διεθνώς:
· Στη θέσπιση αντικειμενικών κριτηρίων (DSM/ICD-10) και τη δυνατότητα έγκαιρης και σαφούς διάγνωσης του Αυτισμού από μικρή ηλικία
· Στην ευρεία χρήση και διεύρυνση των Κριτηρίων Διάγνωσης
· Στη συστηματική παρακολούθηση των επιδημιολογικών δεδομένων
· Στην αυξημένη ευαισθητοποίηση των επαγγελματιών Υγείας, των δασκάλων, των γονέων και της πολιτείας
Και ενώ όλες οι αναπτυγμένες χώρες έχουν κάνει επιδημιολογικές μελέτες, στην Ελλάδα δεν υπήρχαν έως τώρα διαθέσιμα επιδημιολογικά δεδομένα για τη συχνότητα των Διαταραχών Αυτιστικού Φάσματος στα παιδιά.
Επισημαίνεται, ότι η γνώση του ακριβούς επιπολασμού ενός ταχύτατα αυξανόμενου σε συχνότητα νοσήματος, όπως ο Αυτισμός, που έχει σοβαρές εκπαιδευτικές, κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες, επιτρέπει τον ορθό προγραμματισμό και σχεδιασμό τόσο των ιατρικών και θεραπευτικών πόρων όσο και των εκπαιδευτικών υπηρεσιών σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο της κάθε χώρας.