Μια νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Journal of Alzheimer’s Disease δείχνει ότι η μόλυνση με έναν πολύ διαδεδομένο ιό μπορεί να διπλασιάσει τον κίνδυνο ανάπτυξης άνοιας. Η άνοια είναι σε αυξητική πορεία, με τον αριθμό των κρουσμάτων παγκοσμίως να αναμένεται να φτάσει τα 78 εκατομμύρια μέχρι το 2030. Αν και οι ακριβείς αιτίες της νόσου Αλτσχάιμερ, της πιο κοινής μορφής άνοιας, παραμένουν ασαφείς, οι πρόσφατες μελέτες σε μεγάλους πληθυσμούς υποδεικνύουν ότι η λοίμωξη από τον ιό του απλού έρπητα (HSV) μπορεί να σχετίζεται με την ανάπτυξη της νόσου.
Στη νέα αυτή έρευνα, επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο της Ουψάλα στη Σουηδία διερεύνησαν τη σύνδεση μεταξύ της μόλυνσης από HSV και του κινδύνου για άνοια. Ο ιός του απλού έρπητα είναι μια ευρέως διαδεδομένη λοίμωξη που είναι θεραπεύσιμη αλλά όχι ιάσιμη. Εκτιμάται ότι περίπου το 67% των ατόμων κάτω των 50 ετών παγκοσμίως φέρουν τον ιό HSV-1, που είναι υπεύθυνος για τον στοματικό ή επιχείλιο έρπητα, ενώ περίπου το 13% έχουν τον HSV-2, που προκαλεί τον έρπητα των γεννητικών οργάνων.
«Το ιδιαίτερο σε αυτή τη συγκεκριμένη μελέτη είναι ότι οι συμμετέχοντες έχουν περίπου την ίδια ηλικία, γεγονός που καθιστά τα αποτελέσματα ακόμη πιο αξιόπιστα, καθώς οι διαφορές ηλικίας, οι οποίες κατά τα άλλα συνδέονται με την ανάπτυξη άνοιας, δεν μπορούν να συγχέουν τα αποτελέσματα», δήλωσε η Erika Vestin, κύρια συγγραφέας της μελέτης.
Πώς διεξήχθη η μελέτη για την σχέση του ιού του έρπη με την άνοια
Η μελέτη διεξήχθη σε 1.002 ανθρώπους 70 ετών χωρίς άνοια που παρακολουθήθηκαν για 15 χρόνια. Δείγματα αίματος αναλύθηκαν για την ανίχνευση αντισωμάτων IgG αντι-HSV και αντι-HSV-1, IgG κατά του κυτταρομεγαλοϊού (CMV), αντισωμάτων IgM αντι-HSV και επιπέδων IgG αντι-HSV και αντι-CMV.
Η ανοσοσφαιρίνη Μ (IgM) είναι το πρώτο αντίσωμα που εκκρίνεται από το προσαρμοστικό ανοσοποιητικό σύστημα ως απόκριση στην πρώτη έκθεση του σώματος σε ένα ξένο αντιγόνο. Η ανοσοσφαιρίνη G (IgG) είναι ο πιο κοινός τύπος αντισώματος που βρίσκεται στο αίμα και δεσμεύεται με παθογόνα όπως ιούς και βακτήρια για να προστατεύσει από μόλυνση.
Η λοίμωξη από τον HSV –ή αν κάποιος είναι φορέας του ιού- μπορεί να αποδειχθεί με την παρουσία IgG στο αίμα, με την ανίχνευση IgM και τα υψηλότερα επίπεδα IgG να αντικατοπτρίζουν τη συχνή επανενεργοποίηση. Ο CMV είναι ένας άλλος ερπητοϊός, του οποίου η συσχέτιση με τον κίνδυνο νόσου Αλτσχάιμερ ή άνοιας έχει μελετηθεί.
Από τους συμμετέχοντες, κατά τη διάρκεια της μελέτης, το 7% ανέπτυξε άνοια από όλες τις αιτίες και το 4% ανέπτυξε Αλτσχάιμερ . Η μελέτη διαπίστωσε ότι το 82% των συμμετεχόντων ήταν φορείς IgG κατά του HSV, εκ των οποίων το 6% έλαβε θεραπεία κατά του έρπητα.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η θετικότητα κατά του HSV IgG συσχετίστηκε με υπερδιπλάσιο κίνδυνο άνοιας. Δεν βρέθηκε σημαντική συσχέτιση με την νόσο Αλτσχάιμερ, αν και η αναλογία κινδύνου -ένα μέτρο του πόσο συχνά συμβαίνει ένα συγκεκριμένο συμβάν σε μια ομάδα σε σύγκριση με μια άλλη- ήταν του ίδιου μεγέθους με την άνοια.
Ο επιπολασμός των αντι-HSV IgM και αντι-CMV IgG, η θεραπεία κατά του έρπητα και τα επίπεδα anti-HSV και anti-CMV δεν συσχετίστηκαν με Αλτσχάιμερ ή άνοια, όπως ούτε και οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ του επιπολασμού anti-HSV IgG και anti-CMV IgGκαι της παρουσίας απολιποπρωτεΐνης e4 (APOE e4), μια πρωτεΐνη που εμπλέκεται στη νόσο Αλτσχάιμερ.
Η έλλειψη συσχέτισης μεταξύ του επιπέδου αντι-HSV IgG και της νόσου Αλτσχάιμερ ή της άνοιας, μαζί με τη συσχέτιση μεταξύ του επιπολασμού αντι-HSV IGG και της άνοιας, υποδηλώνει ότι η παρουσία, και όχι το επίπεδο, της IgG είναι ενδεικτική του κινδύνου άνοιας, λένε οι ερευνητές.
«Είναι συναρπαστικό που τα αποτελέσματα επιβεβαιώνουν προηγούμενες μελέτες. Όλο και περισσότερα στοιχεία προκύπτουν από μελέτες που, όπως και τα ευρήματά μας, υποδεικνύουν τον ιό του απλού έρπητα ως παράγοντα κινδύνου για άνοια», είπε η Δρ. Vestin.
Οι στόχοι των επιστημόνων για το μέλλον
Οι ερευνητές σημειώνουν ότι η χαμηλή επίπτωση της νόσου Αλτσχάιμερ μπορεί να έχει επηρεάσει τη στατιστική ισχύ ανίχνευσης συσχετισμών. Ενώ ο HSV φάνηκε να μην αλληλεπιδρά με το CMV ή το APOE e4, απαιτούνται περαιτέρω μελέτες με μεγαλύτερη ισχύ για να εξεταστούν πιθανές αλληλεπιδράσεις.
Απαιτούνται επίσης τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες δοκιμές, αντί για μελέτες παρατήρησης, για να διερευνηθεί εάν ήδη γνωστά φάρμακα που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία του HSV μπορούν να μειώσουν τον κίνδυνο άνοιας, καθώς και η πιθανότητα ανάπτυξης νέων εμβολίων.
«Τα αποτελέσματα μπορεί να οδηγήσουν την έρευνα για την άνοια περαιτέρω προς τη θεραπεία της ασθένειας σε πρώιμο στάδιο χρησιμοποιώντας κοινά φάρμακα κατά του ιού του έρπητα ή στην πρόληψη της νόσου πριν εμφανιστεί», κατέληξε η Δρ. Vestin.