Στη Θεσσαλονίκη βρέθηκε ο Υπουργός Υγείας Άδωνις Γεωργιάδης, όπου παρέστη στα εγκαίνια της Μονάδα Εντατικής Θεραπείας Αναπνευστικών Ασθενών της Κλινικής Αναπνευστικής Ανεπάρκειας του νοσοκομείου Παπανικολάου, η οποία δημιουργήθηκε με δωρεά ενός εκατομμυρίου ευρώ του Αθανασίου και της Μαρίνας Μαρτίνου.
Η Μονάδα ανταποκρίνεται στα διεθνή πρότυπα και διαθέτει επτά κλίνες εκ των οποίων οι δύο απομόνωσης, ενώ η Κλινική διαθέτει άλλες 10 κλίνες κοινής νοσηλείας οι οποίες είναι αναβαθμίσιμες και σε περίπτωση ανάγκης μπορούν να μετατραπούν σε κλίνες ΜΕΘ.
Ο υπουργός Υγείας, Άδωνις Γεωργιάδης, μιλώντας στους δημοσιογράφους επισήμανε ότι η Μονάδα στο Παπανικολάου που εγκαινιάστηκε είναι ίσως μία από τις καλύτερες εντατικές μονάδες στο Εθνικό Σύστημα Υγείας, σημειώνοντας ότι δημιουργήθηκε με χρήματα της οικογένειας Μαρτίνου, η οποία σταθερά ενισχύει το Εθνικό Σύστημα Υγείας. «Είναι μια Μονάδα ισάξια των πιο μεγάλων Μονάδων νοσοκομείων, όχι μόνο της Ελλάδας αλλά και της Ευρώπης, που θα συμβάλει καθοριστικά στη βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών υγείας στους συμπολίτες μας όχι μόνο στη Θεσσαλονίκη αλλά και σε ολόκληρη τη Βόρεια Ελλάδα» ανέφερε ο κ. Γεωργιάδης.
Ο υφυπουργός Υγείας, Μάριος Θεμιστοκλέους, σημείωσε ότι στη ΜΕΘ νοσηλεύονται ασθενείς, των οποίων «η ζωή κρέμεται από μία κλωστή» και πρόσθεσε πως «με το πάθος και τον επαγγελματισμό του προσωπικού και χάρη στη δωρεά του Αθανάσιου και της Μαρίνας Μαρτίνου θα σωθούν ανθρώπινες ζωές».
Ο καθηγητής Πνευμονολογίας, πρώην διευθυντής της Κλινικής Αναπνευστικής Ανεπάρκειας, Ιωάννης Κιουμής από την πλευρά του δήλωσε: «Δεν είναι απλώς ένα όνειρο, είναι ένα βήμα πέρα από το όνειρο, γιατί από τότε που ήμουν νεαρός γιατρός και βρέθηκα εδώ ονειρευόμουν αυτή η μονάδα να γίνει στον σωστό τόπο και με τις σωστές προδιαγραφές. Και χρειάστηκε η συμβολή του Θανάση Μαρτίνου, αυτού του εξαιρετικού ανθρώπου, ώστε να κάνει αυτή τη δουλειά που πραγματικά ξεπέρασε τις προσδοκίες μας. Μας βοήθησε να αποκτήσουμε ένα καταπληκτικό εργαλείο που πράγματι θα βοηθήσει περισσότερους ανθρώπους. Μέχρι τώρα κάναμε τη δουλειά μας κάτω από όχι τις βέλτιστες συνθήκες. Τώρα θα την κάνουμε με τις βέλτιστες συνθήκες κι αυτό είναι σίγουρο ότι θα έχει μία αντανάκλαση πάνω στην υγεία των ανθρώπων και στην τελική τους έκβαση».