Τα ένζυμα είναι εξειδικευμένες λειτουργικές πρωτεΐνες που, δρώντας ως καταλύτες, δεσμεύουν εκλεκτικά ορισμένες ουσίες, επιτρέποντας τη χημική μεταβολή τους σε αξιοποιήσιμα για τον οργανισμό συστατικά, χωρίς τα ίδια να μεταβάλλονται.
Από τις εκατομμύρια βιολογικές διεργασίες που πραγματοποιούνται μέσα στα κύτταρά μας, ελάχιστες είναι εκείνες που δεν εξαρτώνται από την παρουσία και τη δράση των ενζύμων.
Άλλωστε, υπάρχουν εξειδικευμένα ένζυμα για κάθε δυνατή βιοχημική αντίδραση, κι αυτό σημαίνει ότι όταν τα ένζυμα δεν είναι αριθμητικά αρκετά ή δεν επιτελούν το ρόλο τους όσο δραστικά πρέπει, τότε ο μεταβολισμός δυσλειτουργεί και οι καύσεις δεν γίνονται σωστά.
Ο ρόλος των ενζύμων Ενζυματική: Η έξυπνη διατροφική επιλογή
Είτε τρώμε κρέας είτε λαχανικά είτε τούρτα σοκολάτα, το σώμα μας δεν χρησιμοποιεί αυτές καθαυτές τις τροφές, αλλά αξιοποιεί τα θρεπτικά συστατικά που περιέχουν. Η μετατροπή των τροφών σε αξιοποιήσιμα στοιχεία απαιτεί την παρουσία συγκεκριμένων ομάδων ενζύμων:
– αμυλάσες για τους υδατάνθρακες,
– πρωτεάσες για τις πρωτεϊνες και
– λιπάσες για τα λίπη.
Η εργασία των ενζύμων ξεκινάει αμέσως μόλις βάλουμε έστω και μια μπουκιά τροφής στο στόμα μας, συνεχίζεται στο στομάχι και ολοκληρώνεται στο έντερο, όπου ουσιαστικά γίνεται το μεγαλύτερο τμήμα των πεπτικών διαδικασιών.
Αν και τα περισσότερα πεπτικά ένζυμα παράγονται από τον οργανισμό, όσο περνούν τα χρόνια, η παραγωγή και η δραστικότητά τους φθίνουν φυσιολογικά. Το γεγονός αυτό επηρεάζει την ποιότητα της πέψης και καθιστά επιτακτικότερη την ανάγκη να προσλαμβάνουμε καθημερινά μια ικανοποιητική ποσότητα ενζύμων και συνενζύμων μέσω των τροφών.
Τι σχέση έχουν τα ένζυμα με τις βιταμίνες;
Τα ένζυμα καταλύουν τις βιολογικές αντιδράσεις είτε μόνα τους είτε με τη βοήθεια άλλων ενώσεων, που ονομάζονται συνένζυμα ή προσθετικές ομάδες. Πολλά από τα συνένζυμα σχετίζονται με κάποιες βιταμίνες, μέταλλα και ιχνοστοιχεία ή τα περιέχουν στο μόριό τους.
Γι αυτόν το λόγο οι περισσότερες βιταμίνες, ιδιαίτερα όσες ανήκουν στην ομάδα Β, το μαγνήσιο και ο ψευδάργυρος είναι απολύτως απαραίτητα για τη σύνθεση συνενζύμων και επομένως για τη βιολογική δράση των ενζύμων.
Κι αν δεν λαμβάνουμε επαρκείς βιταμίνες;
Όταν δεν λαμβάνουμε από την τροφή μας επαρκείς ποσότητές τους, ο οργανισμός δεν μπορεί να συνθέσει τα απαιτούμενα συνένζυμα κι έτσι δεν μπορούν να δράσουν τα αντίστοιχα ένζυμα. Έτσι, κάποιες βιοχημικές αντιδράσεις είτε δεν γίνονται στον αναγκαίο βαθμό είτε δεν γίνονται καθόλου.
Ο βαθμός κινητοποίησης του λίπους εξαρτάται από την ενεργειακή ισορροπία και από την παραγωγή διαφόρων ορμονών, κυρίως ινσουλίνης, γλυκαγόνης και κατεχολαμινών.
Κατά τη δίαιτα η αναλογία των ορμονών αυτών αλλάζει φυσιολογικά, προκαλώντας αφενός τη μείωση των ενζύμων που ευνοούν την αποθήκευση λίπους, αφετέρου την αύξηση των ενζύμων που επιταχύνουν την καύση του.
Όταν όμως τα λιποδιαλυτικά ένζυμα δεν επαρκούν, δεν είναι αρκετά δραστήρια ή ο οργανισμός δεν έχει τα απαραίτητα συστατικά για να τα κατασκευάσει, οι καύσεις περιορίζονται στις απόλυτα αναγκαίες και η απώλεια λίπους καθυστερεί ή είναι δυσανάλογα μικρή σε σχέση με το θερμιδικό έλλειμμα.
Εάν επιπλέον η πρόσληψη διατροφικών συστατικών που αναγεννούν τα οργανικά ένζυμα είναι ανεπαρκής ή οριακά χαμηλή, τότε αυξάνονται τα τοξικά κατάλοιπα του μεταβολισμού, ελαττώνονται τα ενζυμικά αποθέματα και περιορίζεται περαιτέρω η καύση του λίπους.
Αναγκαστικά ο οργανισμός, προσπαθώντας να βρει με λιγότερο κόστος τις απαιτούμενες θερμίδες για την επιβίωσή του, στρέφεται προς το μυϊκό ιστό και τον διασπά αντί για τα λίπη για να παραγάγει ενέργεια.
Πώς καταστρέφονται τα ένζυμα των τροφών
Σχεδόν όλες οι φυσικές τροφές περιέχουν ενεργά ένζυμα. Ποια είναι αυτά και πόσα, εξαρτάται από το είδος της τροφής, από την κατάστασή της κι από το πώς την καταναλώνουμε.
Για παράδειγμα, ο φρέσκος ανανάς είναι πλούσιος σε βρωμελαϊνη, ένζυμο με αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες, ενώ τα φυσιολογικά ωριμασμένα ακτινίδια σε ακτινιδίνη, ένζυμο που βοηθάει στο μεταβολισμό των πρωτεϊνών.
Αντίθετα, στον αποξηραμένο ή κονσερβαρισμένο ανανά και στα διατηρημένα για πολύ καιρό σε ψυγεία ακτινίδια δεν απομένουν παρά ελάχιστες ποσότητες από τα ένζυμά τους.
Το ίδιο συμβαίνει και στις πολύ μαγειρεμένες ή ψημένες τροφές, αφού με τη θέρμανση σε πολύ υψηλή θερμοκρασία καταστρέφονται όλα τα ένζυμα αλλά και οι περισσότερες βιταμίνες που δρουν ως συνένζυμα.
Όπως έχει αποδειχτεί, σε θερμοκρασίες άνω των 50C η πλειονότητα των ενζύμων παρουσιάζουν χαμηλή δραστικότητα, ενώ σε θερμοκρασίες άνω των 110C το σύνολο των ενζύμων μετουσιώνονται ή αδρανοποιούνται.
Είναι δε χαρακτηριστικό ότι στα πλήρως αφυδατωμένα από το ψήσιμο, το τηγάνισμα ή το τσιγάρισμα τρόφιμα δεν ανιχνεύεται καμία απολύτως ενζυματική δραστηριότητα, κατάσταση που επιτρέπει τη δημιουργία προϊόντων προχωρημένης γλύκανσης, δηλαδή άκρως επικίνδυνων τοξικών ενώσεων.
Και σαν να μην έφταναν αυτά, τα πολύ μαγειρεμένα και επεξεργασμένα τρόφιμα χρειάζονται με τη σειρά τους πολλά ένζυμα για να διασπαστούν, κάτι που ελαττώνει σε μεγάλο βαθμό τις μικρές! εφεδρείες ενζύμων του οργανισμού.
Πώς θα πάρουμε περισσότερα ένζυμα;
Οι ακατέργαστες ωμές τροφές αυξάνουν τα ενζυμικά αποθέματα του οργανισμού, ενώ μας παρέχουν απαραίτητους ενεργοποιητές, δηλαδή ουσίες που δραστηριοποιούν τα ένζυμα και επιταχύνουν τις ενζυμικές αντιδράσεις.
Κερδίζουμε λοιπόν πολλά εάν τρώμε φρέσκα εποχιακά φρούτα και λαχανικά ωμά ή μαγειρεμένα στον ατμό σε χαμηλή θερμοκρασία και μόνο για λίγα λεπτά. Για παράδειγμα, μια καλή τακτική είναι να βάζουμε στο τραπέζι μας μεσημέρι και βράδυ ένα πιάτο με διαφορετικών χρωμάτων λαχανικά πλούσια σε ένζυμα, όπως
λάχανο, πράσο, παντζάρια, καρότα, ντομάτα, σελινόριζα και μάραθο, ή τουλάχιστον να συνοδεύουμε τις πρωτεϊνούχες τροφές με αρκετό σκόρδο, μπρόκολο, κρεμμύδια, μανιτάρια ή πιπεριές.
Επίσης, θα έχουμε επιπλέον σημαντικό κέρδος εάν είμαστε λίγο πιο τσιγκούνηδες με το επεξεργασμένο αλάτι, μια και το αλάτι είναι αναστολέας της δράσης κάποιων ενζύμων, και αντί γι αυτό να χρησιμοποιούμε περισσότερο λεμόνι, φρέσκα βότανα και μυρωδικά, όπως ρίγανη, δυόσμο, μαϊντανό, βασιλικό και θυμάρι, που βοηθούν στην πέψη.