Πρόσφατη μελέτη Αμερικανών καρδιολόγων συνδέει τη χρήση του ηλεκτρονικού τσιγάρου με την καρδιακή ανεπάρκεια.
Οι επιστήμονες σημειώνουν πως η έρευνα, που αξιοποιεί δεδομένα από το ερευνητικό πρόγραμμα All of Us του Εθνικού Ινστιτούτου Υγείας των ΗΠΑ, βρίσκεται στα αρχικά στάδια και θα πρέπει να υπάρξει περισσότερη μελέτη για την τελική επιβεβαίωση των ευρημάτων.
Παρ’ όλα αυτά τονίζουν πως τα μέχρι τώρα στοιχεία θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση για μια βαθύτερη κατανόηση των καρδιακών κινδύνων που σχετίζονται με τη χρήση του ηλεκτρονικού τσιγάρου.
Στο πλαίσιο της έρευνας, εξετάστηκαν τα δεδομένα από 175.667 Αμερικανούς, εκ των οποίων οι 28.660 ανέφεραν ότι έκαναν χρήση ηλεκτρονικών τσιγάρων. Πάνω από το 60% των συμμετεχόντων ήταν γυναίκες και η μέση ηλικία ήταν τα 52 έτη.
Όπως προέκυψε από τη μελέτη των επιστημόνων των MedStar Health Baltimore και MedStar Georgetown University, τα εν λόγω άτομα είχαν 19% αύξηση στον κίνδυνο καρδιακής ανεπάρκειας. Όσοι μάλιστα ανέφεραν πως εκτός του ηλεκτρονικού τσιγάρου χρησιμοποιούσαν και κανονικά προϊόντα καπνού, είχαν αυξημένο κίνδυνο κατά 59%.
Τα προκαταρκτικά αποτελέσματα της νέας μελέτης έρχονται να προστεθούν στον αυξανόμενο όγκο στοιχείων από αξιόπιστες πηγές που καταδεικνύουν τους κινδύνους του καπνίσματος, είτε πρόκειται για παραδοσιακά τσιγάρα είτε για ηλεκτρονικά.
Ωστόσο, κάποιοι τονίζουν επίσης πως θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί όσον αφορά την εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με τη σχέση καρδιακής ανεπάρκειας και ηλεκτρονικού τσιγάρου, καθώς χρειάζεται περισσότερη έρευνα για να κατανοηθεί τι μπορεί να προκαλεί αυτόν τον αυξημένο κίνδυνο.
Ο Yakubu Bene-Alhasan, ιατρός στο MedStar Health στη Βαλτιμόρη και ένας από τους κύριους συγγραφείς της μελέτης, εξέφρασε σε σχετική ανακοίνωση την πεποίθηση πως αυτή η έρευνα καλύπτει ένα κενό γνώσης που υπήρχε προηγουμένως. «Πιστεύω ότι αυτή η έρευνα καθυστέρησε πολύ, ειδικά αν λάβουμε υπόψη πόσοι άνθρωποι κάνουν πλέον ηλεκτρονικά τσιγάρα», είπε. Και πρόσθεσε: «Δεν θέλουμε να περιμένουμε ακόμη περισσότερο για να μάθουμε τελικά πως μπορεί να είναι επιβλαβές. Μέχρι τότε μπορεί να έχει γίνει ήδη πολύ κακό. Με περισσότερη έρευνα θα μπορέσουμε απλώς να αποκαλύψουμε πολλά περισσότερα σχετικά με τις πιθανές συνέπειες για την υγεία και να βελτιώσουμε τις πληροφορίες στο κοινό».