Οι επιστήμονες και ειδικοί που συμμετείχαν κατέληξαν σε ένα κοινό συμπέρασμα: η απαγόρευση οδηγεί σε αντίθετα αποτελέσματα από τα επιθυμητά, ενώ η ρύθμιση θα πρέπει να περιλαμβάνει νέες στρατηγικές για την προστασία της δημόσιας υγείας. Οι ειδικοί τόνισαν την ανάγκη για μια ευρεία διεθνή καμπάνια, βασισμένη σε επιστημονικά στοιχεία, η οποία θα αναδεικνύει τις σοβαρές συνέπειες των συμβατικών προϊόντων καπνού (τσιγάρα) σε σύγκριση με τα εναλλακτικά προϊόντα χωρίς καύση (όπως τα προϊόντα θέρμανσης καπνού και τα ηλεκτρονικά τσιγάρα), που προσφέρουν μια επιλογή μειωμένης βλάβης.
Τι προκαλούν οι απαγορευτικές πολιτικές
Το panel συντόνισε ο David Sweanor, επικεφαλής του Συμβουλευτικού Συμβουλίου για Νομοθεσία Υγείας στο Πανεπιστήμιου της Ότταβα του Καναδά, που σημείωσε ότι όπως έχει αποδειχθεί παγκοσμίως οι απαγορευτικές πολιτικές προκαλούν μεγαλύτερη ροπή προς αυτό που απαγορεύουν. Αντιπρότεινε, οι ρυθμιστικές πολιτικές των κρατών, αφού δεν μπορούν να απαγορεύσουν πλήρως την πώληση καπνικών προϊόντων, να εστιάσουν φυσικά στην ενημέρωση για τις βλαβερές συνέπειες του παραδοσιακού τσιγάρου, και να αναδείξουν το γεγονός ότι τα εναλλακτικά προϊόντα νικοτίνης εμφανίζουν ένα προφίλ μειωμένου ρίσκου και θα ήταν μια καλύτερη επιλογή για όσους δεν διακόπτουν.
Αυτό, ίσως να είναι αυτονόητο, αλλά θα πρέπει να επισημανθεί ότι ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (WHO) εξακολουθεί να μην αναγνωρίζει ότι τα προϊόντα χωρίς καύση είναι καλύτερη επιλογή για τους καπνιστές σε σχέση με τα τσιγάρα. Οι πολιτικές απαγόρευσης που επιβάλλονται σίγουρα επιδεινώνουν το πρόβλημα της διαχείρισης του καπνίσματος και οδηγούν πολλούς χρήστες στο παράνομο εμπόριο.
Και αυτό ακριβώς επεσήμανε ο Sudhanshu Patwardhan, επικεφαλής του Κέντρου Ερευνών Υγείας στο Πανεπιστήμιου του Σαουθάμπτον, αναφέροντας το παράδειγμα της επιβολής απαγόρευσης πώλησης συμβατικών τσιγάρων στο Μπουτάν. Όπως αποκάλυψε, η απαγόρευση προκάλεσε τη δημιουργίας μιας μαύρης αγοράς που κατέκλυσε τη χώρα αυτή. Ο ίδιος επεσήμανε ότι οι ρυθμιστικές αρχές δεν πρέπει απλώς να ενημερώνουν για τις βλαβερές επιπτώσεις των προϊόντων καύσης του καπνού (παραδοσιακά τσιγάρα), αλλά και να παρουσιάζουν εναλλακτικές επιλογές όπως αυτή της μετάβασης στα εναλλακτικά προϊόντα νικοτίνης.
Η πολιτική της Ισπανίας
Την ίδια εικόνα, παρουσίασε και ο ογκολόγος χειρουργός Fernando Bueno, του νοσοκομείου Central de la Defensa της Μαδρίτης. Η Ισπανία είναι μια χώρα που πρωτοστατεί στη μάχη κατά του καπνίσματος και για το λόγο αυτό εισαγάγει μία νέα νομοθεσία προκειμένου να περιορίσει τη χρήση του συμβατικού τσιγάρου. Όπως εξήγησε ο χειρουργός, η νομοθεσία αυτή περιλαμβάνει μια σειρά «αξόνων» στους οποίους συγκαταλέγονται η αύξηση της φορολογίας για τα παραδοσιακά τσιγάρα και ειδικά μέτρα για την προστασία των ανηλίκων και νεαρών απέναντι στο κάπνισμα, αλλά τόνισε ότι θα πρέπει να συμπεριλάβει την ενημέρωση για τα πιθανά οφέλη από την χρήση των εναλλακτικών προϊόντων σε σχέση πάντα με το τσιγάρο.
Ανέφερε επίσης, το παράδειγμα της Σουηδίας με τα προϊόντα snus, που μέσα σε λίγα χρόνια επέφερε μείωση των θανάτων από καρκίνο του πνεύμονα κατά 41%, όπως και των ΗΠΑ, όπου οι ρυθμιστικές πολιτικές τείνουν να διαμορφώσουν μια νέα γενιά μη καπνιστών. Πρόκειται για δύο εξαιρετικά παραδείγματα, τα οποία και οι υπόλοιπες χώρες οφείλουν να εξετάσουν και να ακολουθήσουν.
Αύξηση της κατανάλωσης στην Ευρώπη το 2022
Εάν θέλουμε να ανατρέξουμε στα αποτελέσματα των απαγορευτικών πολιτικών θα πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν ότι προ διετίας, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, καταναλώθηκαν 35,8 δισ. παράνομα τσιγάρα, σημειώνοντας αύξηση κατά 0,7% σε σχέση με το 2021, κυρίως λόγω της αύξησης κατανάλωσης στη Γαλλία και το Βέλγιο. Η Γαλλία διατηρεί την πρώτη θέση στην κατανάλωση παράνομων τσιγάρων στην Ε.Ε. και αντιπροσωπεύει το 47% της συνολικής κατανάλωσης παράνομων τσιγάρων στην Ε.Ε. Επιπλέον, το λαθρεμπόριο παράνομων τσιγάρων στην Ε.Ε. το 2022, προκάλεσε απώλεια φορολογικών εσόδων περίπου 11,3 δισ. ευρώ, με αύξηση 8,5% σε σχέση με το 2021.
Οι συνέπειες του λαθρεμπορίου και της εμπορία παράνομων τσιγάρων, δεν εντοπίζονται όμως μόνο στα φορολογικά έσοδα. Έχουν επιπτώσεις στην υγεία αυτών που τα χρησιμοποιούν και ειδικά στις ασθενέστερες οικονομικά ομάδες, που αποτελούν και τον σημαντικότερο στόχο των διακινητών. Για τους λόγους αυτούς, για την αντιμετώπιση του φαινομένου απαιτείται αποτελεσματική χάραξη πολιτικής, δημοσιονομική προβλεψιμότητα, αποτρεπτικές κυρώσεις και η αποτελεσματική επιβολή τους, δίνοντας τη δυνατότητα σε πολλά κράτη μέλη της Ε.Ε. να μειώσουν την κατανάλωση παράνομων τσιγάρων.
Καλύτερη ρυθμιστική νομοθεσία
Κατά συνέπεια, όπως επεσήμανε η Μαρία Παπαϊωάννου, του ιδρύματος Northumberland Women του Καναδά, αυτό το οποίο απαιτείται είναι μια καλύτερη ρυθμιστική νομοθεσία. Όπως σημείωσε, το κοινό, με τις σημερινές πολιτικές δεν μπορεί να αντιληφθεί τις εξαιρετικά βλαβερές συνέπειες των συμβατικών τσιγάρων, ούτε τα πλεονεκτήματα που έχουν τα εναλλακτικά προϊόντα για τους καπνιστές που δεν διακόπτουν. Στις νέες πολιτικές ρύθμισης και νομοθεσίας για την καταπολέμηση του καπνίσματος, όπως επεσήμανε η ίδια θα πρέπει να διαμορφωθεί ένας μηχανισμός ο οποίος θα είναι συμπεριληπτικός και στον οποίο θα λαμβάνουν μέρος και η βιομηχανία αλλά και οι ίδιοι οι καταναλωτές που χρησιμοποιούν τα εναλλακτικά προϊόντα ώστε όλοι να συμβάλουν στην προσπάθεια για μια καλύτερη δημόσια υγεία.