Η σκηνή είναι αρκετά γνωστή: το ξυπνητήρι χτυπά και αμέσως το χέρι τεντώνεται για να πατήσει το κουμπί αναβολής, κερδίζοντας μερικά επιπλέον λεπτά ξεκούρασης… Σύμφωνα με μελέτες, σχεδόν το 60% των ατόμων ακολουθούν αυτή τη συνήθεια, που σημαίνει ότι είναι αρκετά διαδεδομένη. Αλλά μήπως αυτή η πρακτική μας κάνει να νιώθουμε πιο κουρασμένοι όταν τελικά σηκωθούμε; Μια πρόσφατη έρευνα δείχνει ότι όχι.
Τι έδειξε η έρευνα Ερευνητές από το Πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης εξέτασαν τις επιπτώσεις της αναβολής του ξυπνήματος όσον αφορά την ποιότητα του ύπνου, την υπνηλία και τις γνωστικές ικανότητες. Η μελέτη χωρίστηκε σε δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος, περισσότεροι από 1.700 συμμετέχοντες συμπλήρωσαν ένα ερωτηματολόγιο για τις συνήθειες ύπνου και αφύπνισης τους, με ερωτήσεις για το πόσο συχνά χρησιμοποιούν το κουμπί αναβολής κάθε πρωί. Στη συνέχεια, οι ερευνητές συγκέντρωσαν και ανάλυσαν τα δεδομένα για να συγκρίνουν τη συμπεριφορά των ατόμων που χρησιμοποιούν την αναβολή με εκείνων που δεν το κάνουν.
Οι κατά συρροή… snoozers, δήλωσαν ότι καταφεύγουν στην αναβολή της αφύπνισης επειδή αισθάνονται πολύ κουρασμένοι για να σηκωθούν από το κρεβάτι τους. Περίπου το 10% των ερωτηθέντων μάλιστα δήλωσε ότι καταφεύγουν σε συνεχείς, διαδοχικές επαναλήψεις του ξυπνητηριού τους, καθώς φοβούνται ότι μετά το πρώτο χτύπημα θα ξανακοιμηθούν…
Στο επόμενο στάδιο της μελέτης, 31 από τους τακτικούς χρήστες της διαδοχικής αφύπνισης, επιστρατεύτηκαν για να περάσουν 3 νύχτες σε εργαστήριο Μελέτης Ύπνου.
Το δεύτερο πρωινό στο εργαστήριο, το ξυπνητήρι είχε ρυθμιστεί να χτυπήσει 30 λεπτά πριν από την ώρα που θεωρητικά θα έπρεπε να σηκωθούν από το κρεβάτι και επιτρεπόταν να χρησιμοποιήσουν το κουμπί της αναβολής 3 φορές. Το τελευταίο πρωινό τους εκεί κοιμήθηκαν μέχρι την ώρα που έπρεπε να ξυπνήσουν και το ξυπνητήρι χτύπησε μια και μοναδική φορά εκείνη την στιγμή.
Και στις δύο περιπτώσεις, αμέσως μετά το ξύπνημα, οι συμμετέχοντες υπεβλήθησαν σε κάποια βασικά γνωστικά τεστ, σε μέτρηση των επιπέδων κορτιζόλης στο αίμα τους, ενώ «βαθμολόγησαν» οι ίδιοι την αίσθηση υπνηλίας που αισθάνονταν αλλά και την γενικότερη διάθεση τους. Οι ίδιες δοκιμές επαναλήφθηκαν 40 λεπτά αργότερα και δύο επιπλέον φορές κατά τη διάρκεια της ημέρας.
Σύμφωνα με τα συμπεράσματα των τεστ, όταν οι συμμετέχοντες χρησιμοποιούσαν την αναβολή, χαρακτήριζαν τον ύπνο τους «ελαφρύτερο» και λιγότερο ξεκούραστο τα τελευταία 30 λεπτά πριν ξυπνήσουν. Όμως, κατάφερναν να κερδίσουν κατά μέσο όρο, έστω και με αυτές τις παρατηρήσεις, περίπου 23 λεπτά επιπλέον ύπνου, δηλαδή μόνο έξι λεπτά λιγότερο σε σχέση με την μέρα που δεν είχαν ρυθμίσει το ξυπνητήρι τους σε διαδοχικές επαναλήψεις. Όσο για την συνολική ποιότητα του ύπνου, αυτή δεν παρουσίασε διαφορά σε σχέση με τις διαφορετικές συνθήκες του τρόπου πρωινής αφύπνισης.
Ταυτόχρονα, όσοι ξύπνησαν μετά τις «αναβολές» είχαν ελαφρώς καλύτερες επιδόσεις σε κάποια από τα γνωστικά τεστ που ακολούθησαν το ξύπνημα, γεγονός που οι ερευνητές αποδίδουν στο ότι το πρώτο ξυπνητήρι ήδη είχε θέσει τον εγκέφαλο τους εκτός των συνθηκών που συνιστούν τον βαθύ ύπνο, βοηθώντας τους να αποφύγουν την πρωινή «θολούρα» που συνοδεύει πολλούς από εμάς όταν πεταγόμαστε το πρωί από το μαξιλάρι μας.
Τα επίπεδα κορτιζόλης
Σε σχέση με τα επίπεδα κορτιζόλης, οι ερευνητές κατέγραψαν ελαφρώς υψηλότερες τιμές την μέρα που οι συμμετέχοντες είχαν επωφεληθεί της δυνατότητας να αναβάλλουν το ξύπνημα για αργότερα, χωρίς αυτό να προκαλεί κάποια αξιοσημείωτη διαφορά στην λειτουργία του οργανισμού.
Διατυπώνοντας τα τελικά τους συμπεράσματα οι ερευνητές κατέληξαν ότι ο σωστός τρόπος ξυπνήματος είναι τελικά εκείνος που λειτουργεί καλύτερα για τον καθένα. Αν είστε ένα «πρωινό πουλί» που ακούει το ξυπνητήρι και αμέσως τίθεται σε ετοιμότητα, η αναβολή δεν θα προσφέρει τίποτα. Ταυτόχρονα εκείνοι που πατούν επανειλημμένα το snooze επίσης δεν πρόκειται να αντιμετωπίσουν βλαβερές επιπτώσεις εξαιτίας αυτής τους της συνήθειας.
Οπότε, «snoozing» κατά βούληση, φροντίζοντας να έχουν προηγηθεί σε κάθε περίπτωση οι απαραίτητες για την ξεκούραση του οργανισμού ώρες ύπνου…