Το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης εκπόνησε μελέτη σχετικά με τον εμβολιασμό ενηλίκων και διαπίστωσε πως οι μισοί συμμετέχοντες εκφράζουν δισταγμό ως προς τον εμβολιασμό τους. Η συντριπτική πλειοψηφία των ερωτηθέντων θα ήθελε καλύτερη ενημέρωση αναφορικά με τα συνιστώμενα εμβόλια του Εθνικού Προγράμματος Εμβολιασμού Ενηλίκων, με βάση την ηλικία και την κατάσταση της υγείας τους.
Η σύσταση του γιατρού είναι καθοριστική για την απόφαση εμβολιασμού για γρίπη, πνευμονιοκοκκική νόσο, έρπητα ζωστήρα και τέτανο, όχι όμως και για την COVID-19.
Η μελέτη κατέδειξε ικανοποιητικά ποσοστά εμβολιασμού για γρίπη και COVID-19 στις ομάδες υψηλού κινδύνου, μέτρια ποσοστά στην πνευμονιοκοκκική νόσο και χαμηλά ποσοστά σε έρπητα ζωστήρα και τέτανο.
Με βάση τα ευρήματα, οι επιστήμονες επισημαίνουν πως έχει ουσιαστική σημασία στην παρούσα περίοδο ο σχεδιασμός δημόσιων παρεμβάσεων με στόχο την αύξηση της εμπιστοσύνης στον εμβολιασμό των ενηλίκων, τονίζοντας παράλληλα τον ζωτικό ρόλο των επαγγελματιών Υγείας στη σύσταση εμβολιασμού.
Η μελέτη
Η μελέτη πραγματοποιήθηκε με πρωτοβουλία του Εργαστηρίου Υγιεινής, Κοινωνικής-Προληπτικής Ιατρικής και Ιατρικής Στατιστικής του Τμήματος Ιατρικής του ΑΠΘ. Την υπογράφουν οι Ιορδάνης Αβραμίδης, Ιλίας Παγκοζιδης, Philippe–Richard J Domeyer, Γιώργος Παπαζήσης, Ηλίας Τυροδήμος, Θεόδωρος Δαρδαβέσης και Ζωή Τσίμτσιου.
Είναι η πρώτη μελέτη στην Ελλάδα που εξετάζει τη στάση απέναντι στα εμβόλια που προτείνει το Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμών Ενηλίκων, καθώς και απέναντι στην COVID-19, στον απόηχο της πανδημίας. Πραγματοποιήθηκε στην περιοχή της Φλώρινας, σε ένα δείγμα 395 ατόμων, με μέση ηλικία τα 51,2 έτη (εύρος 19-96), το οποίο θεωρείται ως αντιπροσωπευτικό της ηλικιακής κατανομής του γενικού πληθυσμού στην Ελλάδα.
Οι συμμετέχοντες ρωτήθηκαν αν έχουν εμβολιαστεί για πέντε βασικά εμβόλια ενηλίκων και για την COVID-19
- Για τη γρίπη είχε εμβολιαστεί το 78,1% όσων ήταν 60 ετών και άνω (100/128).
- Για την πνευμονιοκοκκική νόσο είχε εμβολιαστεί το 64,3% των 65 ετών και άνω (54/84).
- Για τον τέτανο ήταν εμβολιασμένο μόνο το 33,1% των συμμετεχόντων.
- Για τον έρπητα ζωστήρα είχε εμβολιαστεί το 25,8% όσων είχαν ηλικία ίση ή μεγαλύτερη των 60 ετών.
- Για την COVID-19, το 11,4% των ερωτηθέντων είχε λάβει δύο και το 74,8% (295/394) τρεις ή τέσσερις δόσεις εμβολίου.
Τα ποσοστά εμβολιασμού, που ακολουθούν το μοτίβο μελετών σε πανεθνικό επίπεδο, θεωρούνται ικανοποιητικά για τη γρίπη σε ό,τι αφορά τις ηλικίες υψηλού κινδύνου, μέτρια για την πνευμονιοκοκκική νόσο και πολύ χαμηλά για τέτανο και έρπητα ζωστήρα.
Ένας στους δύο εμφανίζει κάποια διστακτικότητα
Όσον αφορά τη στάση των συμμετεχόντων απέναντι στην ανοσοποίηση των ενηλίκων, το 48,6% (190/391) ήταν υπέρ όλων των εμβολίων ενηλίκων και το 50,1% (196/391) εξέφρασε κάποιο βαθμό διστακτικότητας.
Πιο συγκεκριμένα:
- Το 38,6% δήλωσε “υπέρ των εμβολίων ενηλίκων, αλλά όχι σίγουρα για όλους”.
- Το 9,7% “υπέρ ορισμένων εμβολίων ενηλίκων, αλλά όχι σίγουρα για όλους”.
- Το 1,8% “κατά των εμβολίων ενηλίκων, αλλά όχι σίγουρα για όλους”.
- Το 1,3% των συμμετεχόντων (5/391) δήλωσαν αρνητές εμβολίων.
Η συντριπτική πλειοψηφία (363/395, 91,9%) είχε τουλάχιστον έναν εμβολιασμό ως ενήλικας και το 84,1% (332/395) θα ήθελε να ενημερωθεί καλύτερα για τα συνιστώμενα εμβόλια για την ηλικία και την κατάσταση της υγείας του, σύμφωνα με το Εθνικό Πρόγραμμα Ανοσοποίησης Ενηλίκων.
Σύμφωνα με τους συγγραφείς, επτά ήταν τα βασικά επιχειρήματα όσων εμφανίζουν κάποιο βαθμό διστακτικότητας, όπως προέκυψαν μέσω της θεματικής ανάλυσης περιεχομένου:
- Απουσία σύστασης επαγγελματιών υγείας.
- Αντίληψη χαμηλής ευαισθησίας σε ασθένειες.
- Αμφισβήτηση της αποτελεσματικότητας των εμβολίων.
- Αμέλεια.
- Ανεπαρκείς πληροφορίες (σχετικά με τη νόσο ή/και το εμβόλιο).
- Φόβος παρενεργειών (*).
- Δυσπιστία στις αρχές/αντίθεση στον υποχρεωτικό εμβολιασμό (*).
(*) Τα δύο τελευταία ζητήματα αναφέρθηκαν αποκλειστικά για τον εμβολιασμό κατά της COVID-19.
Ο ρόλος του επαγγελματία Υγείας
Η ελλιπής γνώση ενός μεγάλου ποσοστού πολιτών αναφορικά με τον βασικό εμβολιασμό ενηλίκων, αλλά και η επίδραση της πανδημίας στην αύξηση της διστακτικότητας, καθιστά σημαντικό τον σχεδιασμό νέων δημόσιων παρεμβάσεων με στόχο την αύξηση της εμπιστοσύνης των πολιτών στον εμβολιασμό των ενηλίκων, στον απόηχο της πανδημίας COVID-19.
Οι μελετητές επισημαίνουν, παράλληλα, τον καθοριστικό ρόλο των επαγγελματιών υγείας, καθώς οι δύο κυριότεροι προγνωστικοί παράγοντες για τον εμβολιασμό, σύμφωνα με τις απαντήσεις των συμμετεχόντων, ήταν η σύσταση του γιατρού και δευτερευόντως του φαρμακοποιού, με εξαίρεση την COVID-19.
“Οι αμφιβολίες, ακόμη και μεταξύ των υποστηρικτών του εμβολίου, τα υψηλά ποσοστά άγνοιας και η επιθυμία των συμμετεχόντων για περισσότερες πληροφορίες για το Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμών Ενηλίκων, φωτίζουν την ανάγκη συστηματικών παρεμβάσεων για την αύξηση της πρόσληψης και της κάλυψης”, αναφέρουν οι συγγραφείς της μελέτης, καταλήγοντας:
“Οι επιτυχημένες στρατηγικές μπορούν να οικοδομηθούν μόνο στην κατανόηση των πεποιθήσεων, των φόβων και των προσδοκιών σχετικά με τις ασθένειες και τα εμβόλια. Η επικοινωνία και η πολιτική για τη δημόσια υγεία θα πρέπει να αξιοποιήσουν την εμπιστοσύνη στους επαγγελματίες υγείας για να επικοινωνήσουν τη σημασία, να προσφέρουν εξατομικευμένες προσεγγίσεις και να προωθήσουν την πρωτογενή πρόληψη στη μετά πανδημία εποχή”.