Ενδιαφέροντα και ανησυχητικά είναι τα στοιχεία της τελευταίας μελέτης του Ελλήνων ερευνητών του Γενικού Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης “Γ. Παπανικολάου”, του Κέντρου Υγείας Ευόσμου, του Πανεπιστημίου του Μάντσεστερ και του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου, σχετικά με τις συνήθειες καπνίσματος σε άτομα με ή χωρίς χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια και ειδικότερα την ώρα της ημέρας που ανάβουν το πρώτο τους τσιγάρο.
Όπως δείχνουν τα ευρήματα, τα οποία δημοσιεύονται στο επιστημονικό περιοδικό Chronic Respiratory Disease, οι πάσχοντες με ΧΑΠ ξεκινούν το κάπνισμα αρκετά νωρίς το πρωί, σε σχέση με τους καπνιστές χωρίς την νόσο, ενώ η εξάρτησή τους από τη νικοτίνη κινείται σε υψηλότερα επίπεδα.
«Το κάπνισμα αποτελεί τον πιο κοινό παράγοντα κινδύνου για τη ΧΑΠ και επιδεινώνει την εξέλιξη της νόσου» σημειώνει η ερευνητική ομάδα, υπογραμμίζοντας τον ρόλο της εξάρτησης από τη νικοτίνη ως ανασταλτικό παράγοντα για τη διακοπή του καπνίσματος και την αποφυγή των σοβαρών επιπτώσεών του στην πνευμονική λειτουργία.
Οι ερευνητές απευθύνθηκαν σε 359 καπνιστές από αγροτικές περιοχές της χώρας, 71 με ΧΑΠ και 288 χωρίς. Οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να απαντήσουν στο τεστ για την εξάρτηση από τη νικοτίνη “Fagerström”, μια κλίμακα αξιολόγησης με ευρεία χρήση σε ελληνικές μελέτες για το κάπνισμα, που περιλαμβάνει ερωτήματα όπως «Πόσα τσιγάρα καπνίζετε την ημέρα;», «Ποιο τσιγάρο (μέσα στην ημέρα) θεωρείτε ως το πιο σημαντικό;» κ.α..
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, η ΧΑΠ ήταν συχνότερη μεταξύ των καπνιστών με υψηλότερες βαθμολογίες στο τεστ Fagerström και μεγαλύτερη ηλικία, ανεξαρτήτως βαρύτητας του καπνίσματος. Τα ευρήματα, κατέληξαν οι ερευνητές, αναδεικνύουν τα προγράμματα υποστήριξης διακοπής του καπνίσματος ως θεμελιώδους σημασίας για την πρόληψη και διαχείριση της ΧΑΠ.
ΧΑΠ και κάπνισμα
Η επιστημονική δημοσίευση περιλαμβάνει κάποιες παρατηρήσεις των ερευνητών για τη σχέση ΧΑΠ και καπνίσματος. «Η αποτελεί μείζονα αιτία νοσηρότητας και θνησιμότητας παγκοσμίως» αναφέρουν και προχωρούν σε διευκρινήσεις για το κάπνισμα. Σύμφωνα με αυτές, μολονότι αποτελεί τον βασικό παράγοντα κινδύνου για τη νόσο και η διακοπή του βελτιώνει τα αποτελέσματα, δεν αποτελεί μοναδικό καθοριστικό στοιχείο έκπτωσης της πνευμονικής λειτουργίας και εμφάνισης της ΧΑΠ. «Η πορεία της πνευμονικής λειτουργίας εξαρτάται από τη γενετική προδιάθεση, τις συνθήκες της πρώιμης ζωής και τη σημαντική έκθεση σε περιβαλλοντικούς παράγοντες κινδύνου» σημειώνουν.
Ως προς την εξάρτηση από τη νικοτίνη και τον επιβαρυντικό της ρόλο, εξηγούν ότι μπορεί να ευνοεί την έκθεση σε παράγοντες κινδύνου, οδηγώντας φερ’ ειπείν τους καπνιστές σε αναζήτηση τσιγάρων με μεγαλύτερη περιεκτικότητα σε νικοτίνη ή στην υιοθέτηση πιο επιβλαβούς καπνίσματος με βαθύτερες εισπνοές του καπνού. Παράλληλα, η μεγαλύτερη εξάρτηση από τη νικοτίνη σχετίζεται με μειωμένα κίνητρα και προσήλωση στον στόχο διακοπής του καπνίσματος. «Ειδικότερα» αναφέρει η δημοσίευση, «οι ασθενείς με ΧΑΠ έχουν λιγότερες πιθανότητες να διακόψουν το κάπνισμα σε σύγκριση με τους καπνιστές χωρίς ΧΑΠ, γεγονός που μπορεί να συνεπάγεται αυξημένη εξάρτηση από τον καπνό».