Μία χρόνια ασθένεια επηρεάζει περίπου 1 στους 10 Έλληνες, δημιουργώντας σοβαρές προκλήσεις στην καθημερινότητά τους και επιβαρύνοντας το σύστημα υγείας. Πρόκειται για τον σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, μια νόσο που σχετίζεται με την αντίσταση στην ινσουλίνη και την αυξημένη γλυκόζη στο αίμα. Η συχνότητά του έχει αυξηθεί σημαντικά τις τελευταίες δεκαετίες, κυρίως λόγω της αλλαγής στον τρόπο ζωής και των διατροφικών συνηθειών.
Ο διαβήτης τύπου 2 εμφανίζεται συνήθως σε ενήλικες, αλλά τα τελευταία χρόνια παρατηρείται όλο και πιο συχνά σε νεότερες ηλικίες, λόγω της καθιστικής ζωής, της παχυσαρκίας και της υπερκατανάλωσης ζάχαρης και επεξεργασμένων τροφίμων. Τα πρώιμα συμπτώματα μπορεί να περάσουν απαρατήρητα, καθώς συχνά εμφανίζονται σταδιακά. Αυτά περιλαμβάνουν έντονη δίψα, συχνή ούρηση, κόπωση και θολή όραση.
Η έγκαιρη διάγνωση και η σωστή διαχείριση του διαβήτη τύπου 2 είναι καθοριστικής σημασίας. Η παρακολούθηση των επιπέδων γλυκόζης στο αίμα, η υιοθέτηση υγιεινής διατροφής και η τακτική άσκηση μπορούν να μειώσουν σημαντικά τις επιπλοκές της νόσου. Αν δεν αντιμετωπιστεί, ο διαβήτης μπορεί να προκαλέσει σοβαρές επιπλοκές όπως καρδιοπάθειες, νεφρική ανεπάρκεια, προβλήματα όρασης και νευροπάθεια.
Στην Ελλάδα, οι ειδικοί προτείνουν τακτικούς προληπτικούς ελέγχους, ειδικά για άτομα άνω των 40 ετών ή με οικογενειακό ιστορικό διαβήτη. Επιπλέον, η ενημέρωση για τις διατροφικές συνήθειες και η μείωση της κατανάλωσης ζάχαρης αποτελούν βασικά μέτρα πρόληψης.
Η δημόσια υγεία βρίσκεται αντιμέτωπη με την πρόκληση της αύξησης των περιστατικών, αλλά η έγκαιρη παρέμβαση, η εκπαίδευση των ασθενών και η υιοθέτηση υγιεινών συνηθειών μπορούν να μειώσουν τον αντίκτυπο της νόσου. Η γνώση και η πρόληψη αποτελούν τα ισχυρότερα όπλα απέναντι στον διαβήτη τύπου 2, μία χρόνια ασθένεια που σήμερα αφορά περίπου 1 στους 10 Έλληνες.