Η δυσανεξία στη λακτόζη είναι μια κατάσταση που προκαλείται από την αδυναμία του οργανισμού να χωνέψει τη λακτόζη, τον φυσικό ζαχαρικό υδατάνθρακα που υπάρχει στο γάλα και τα γαλακτοκομικά προϊόντα. Παρά το γεγονός ότι πολλοί άνθρωποι εμφανίζουν συμπτώματα από μικρή ηλικία, αρκετοί αναφέρουν ξαφνική δυσανεξία στη λακτόζη ακόμα και στην ενήλικη ζωή.
Η κύρια αιτία αυτής της αλλαγής είναι η μείωση της παραγωγής του ενζύμου λακτάση, που βρίσκεται στο λεπτό έντερο και διασπά τη λακτόζη σε γλυκόζη και γαλακτόζη. Όσο μεγαλώνει κανείς, η παραγωγή λακτάσης μπορεί να μειωθεί φυσιολογικά, οδηγώντας σε δυσανεξία. Ωστόσο, η ξαφνική εμφάνιση συμπτωμάτων συχνά συνδέεται με λοιμώξεις του πεπτικού συστήματος, φλεγμονές ή χειρουργικές επεμβάσεις στο έντερο, που επηρεάζουν προσωρινά ή μόνιμα την ικανότητα του οργανισμού να παράγει λακτάση.
Άλλοι παράγοντες που μπορούν να προκαλέσουν ξαφνική δυσανεξία είναι η κοιλιοκάκη, η νόσος του Crohn ή άλλες φλεγμονώδεις εντερικές παθήσεις. Αυτές οι παθήσεις προκαλούν βλάβη στα εντερικά τοιχώματα, μειώνοντας την απορρόφηση της λακτόζης και δημιουργώντας φούσκωμα, διάρροια, κράμπες και αέρια μετά την κατανάλωση γαλακτοκομικών προϊόντων.
Επιπλέον, ορισμένα φάρμακα που επηρεάζουν την εντερική μικροχλωρίδα ή την κινητικότητα του εντέρου μπορεί να επιδεινώσουν τα συμπτώματα, κάνοντας την ξαφνική δυσανεξία πιο εμφανή.
Η αντιμετώπιση περιλαμβάνει προσεκτική παρακολούθηση της διατροφής, χρήση γαλακτοκομικών χωρίς λακτόζη ή λήψη συμπληρωμάτων λακτάσης πριν από την κατανάλωση προϊόντων που περιέχουν γάλα. Επίσης, η διάγνωση από γαστρεντερολόγο είναι σημαντική για να αποκλειστούν σοβαρές παθήσεις που προκαλούν τα ίδια συμπτώματα.
Συνοψίζοντας, η ξαφνική δυσανεξία στη λακτόζη μπορεί να οφείλεται σε φυσιολογική μείωση της λακτάσης, εντερικές λοιμώξεις ή χρόνιες εντερικές παθήσεις, και η έγκαιρη αναγνώριση των αιτιών βοηθά στη σωστή διαχείριση και στην αποφυγή δυσάρεστων συμπτωμάτων.