Η πρόωρη εμμηνόπαυση, που ορίζεται ως η διακοπή της εμμηνορρυσίας πριν από την ηλικία των 45 ετών, φαίνεται να συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης σακχαρώδους διαβήτη τύπου 2, σύμφωνα με πρόσφατες επιστημονικές μελέτες. Οι ερευνητές υπογραμμίζουν ότι η μείωση των οιστρογόνων σε νεαρή ηλικία μπορεί να επηρεάσει σημαντικά τον μεταβολισμό της γλυκόζης και την ευαισθησία στην ινσουλίνη, αυξάνοντας τον κίνδυνο μεταβολικών διαταραχών.
Οι γυναίκες που μπαίνουν πρόωρα στην εμμηνόπαυση φαίνεται να έχουν έως και 30% μεγαλύτερη πιθανότητα εμφάνισης διαβήτη τύπου 2 συγκριτικά με όσες η εμμηνόπαυση συμβαίνει στη φυσιολογική ηλικία, δηλαδή μετά τα 50. Η πρόωρη μείωση των οιστρογόνων μπορεί να επιταχύνει την αύξηση του σωματικού βάρους, να επηρεάσει την κατανομή του λίπους στο σώμα και να συμβάλει σε αυξημένη αντίσταση στην ινσουλίνη, που αποτελεί βασικό παράγοντα κινδύνου για την ανάπτυξη διαβήτη.
Επιπλέον, η πρόωρη εμμηνόπαυση συνδέεται και με αυξημένο καρδιαγγειακό κίνδυνο, γεγονός που καθιστά ακόμη πιο σημαντική την πρόληψη και την τακτική παρακολούθηση των γυναικών αυτής της κατηγορίας. Οι ειδικοί τονίζουν ότι ο τακτικός έλεγχος των επιπέδων σακχάρου στο αίμα, η διατήρηση υγιούς σωματικού βάρους, η σωματική άσκηση και η ισορροπημένη διατροφή μπορούν να μειώσουν τον κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη.
Παράλληλα, προτείνεται στις γυναίκες με πρόωρη εμμηνόπαυση να συζητούν με τον γιατρό τους για πιθανές θεραπείες ορμονικής υποκατάστασης, οι οποίες, αν και δεν είναι κατάλληλες για όλες, μπορούν σε ορισμένες περιπτώσεις να βοηθήσουν στη ρύθμιση των ορμονικών αλλαγών και στη μείωση των μεταβολικών κινδύνων.
Η πρόωρη εμμηνόπαυση αποτελεί μια φυσιολογική κατάσταση για ορισμένες γυναίκες, αλλά τα νέα δεδομένα υπογραμμίζουν την ανάγκη για εξατομικευμένη φροντίδα και έγκαιρη πρόληψη, ώστε να αποφευχθούν σοβαρές επιπλοκές υγείας όπως ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2.