Η έκθεση σε μια μεγάλης κλίμακας καταστροφή μπορεί να επηρεάσει την υγεία των ανθρώπων για περισσότερο από μία δεκαετία, σύμφωνα με νέα μελέτη που πραγματοποίησε διεπιστημονική ερευνητική ομάδα από τις ΗΠΑ και την Ινδονησία. Η μελέτη, η οποία δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Proceedings of the National Academy of Sciences», επικεντρώθηκε σε γυναίκες που ζούσαν στην ακτή της επαρχίας Άτσεχ στην Ινδονησία, όταν το τσουνάμι του 2004 έπληξε την περιοχή. Τα ευρήματα έδειξαν ότι, 14 χρόνια αργότερα, αυτές οι γυναίκες είχαν χαμηλότερα επίπεδα κορτιζόλης σε σύγκριση με γυναίκες από κοντινές παράκτιες περιοχές που δεν επλήγησαν άμεσα.
Η κορτιζόλη είναι μια ορμόνη που παράγεται από τα επινεφρίδια ως απόκριση στο στρες, ιδιαίτερα σε καταστάσεις μάχης ή φυγής. Ωστόσο, η παρατεταμένη έκθεση σε αυξημένα επίπεδα στρες μπορεί να προκαλέσει δυσλειτουργία του άξονα υποθάλαμος-υπόφυση-επινεφρίδια (HPA), ο οποίος είναι κρίσιμος για τη διατήρηση της ισορροπίας του σώματος. Η μελέτη συνδέει το στρες από το τσουνάμι με τη μακροχρόνια «εξάντληση» αυτού του συστήματος, η οποία αντανακλάται σε χαμηλά επίπεδα κορτιζόλης.
Για την έρευνα συλλέχθηκαν δείγματα μαλλιών από ενήλικες 14 χρόνια μετά το τσουνάμι. «Ένα σημαντικό εύρημα είναι ότι οι άνθρωποι με χαμηλά επίπεδα κορτιζόλης έχουν χειρότερη σωματική και ψυχοκοινωνική υγεία 14 χρόνια μετά το τσουνάμι, απόδειξη των μακροπρόθεσμων επιπτώσεων του στρες που προκάλεσαν το τσουνάμι και οι συνέπειές του», δηλώνει ο Ντάνκαν Τόμας, ένας από τους επικεφαλής της έρευνας.
«Τα διδάγματα που αντλήσαμε παρακολουθώντας τους ανθρώπους στο Άτσεχ επί 20 χρόνια παρέχουν σημαντικές πληροφορίες για τις πιθανές μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στους πληθυσμούς των ΗΠΑ και όλου του κόσμου», επισημαίνει η Ελίζαμπεθ Φράνκενμπεργκ, επίσης κύρια ερευνήτρια.
Ή έρευνα αποκτά ιδιαίτερη αξία για τη χώρα μας η οποία σταθερά τα τελευταία χρόνια πλήττεται από μεγάλες φυσικές καταστροφές, με τελευταίο παράδειγμα τα πλημμυρικά φαινόμενα που έπληξαν τη Θεσσαλία με το πέρασμα της κακοκαιρίας Daniel.