Την αντοχή του προστάτη στις επιπτώσεις της χημειοθεραπείας φαίνεται πως αυξάνει ένα παλιό γαστρεντερολογικό φάρμακο.
Πιο συγκεκριμένα, ένα φάρμακο που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία του συνδρόμου του ευερέθιστου εντέρου φαίνεται να είναι αποτελεσματικό κατά του καρκίνου του προστάτη σε ποντίκια, όταν χορηγείται παράλληλα με χημειοθεραπεία, σύμφωνα με νέα μελέτη.
Σε άρθρο που δημοσιεύθηκε στο Cell Reports Medicine, μια ερευνητική ομάδα με επικεφαλής επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο της Πολιτείας της Ουάσιγκτον ανέφερε ότι ο συνδυασμός του φαρμάκου δικυκλομίνη με τον χημειοθεραπευτικό παράγοντα δοσηταξέλη, κατέστειλε την ανάπτυξη όγκου σε ποντίκια με καρκίνο του προστάτη, πιο αποτελεσματικά από τη μονοθεραπεία με δοσηταξέλη, μόνο.
«Το αποτέλεσμα ήταν εντυπωσιακό σε όλα τα πειραματικά μοντέλα που δοκιμάσαμε. Και επειδή η δικυκλομίνη έχει ήδη κλινική χρήση, αυτή η εργασία έχει άμεση μεταφραστική δυνατότητα», δήλωσε ο επικεφαλής της μελέτης Boyang (Jason) Wu.
Ο καρκίνος του προστάτη είναι ο δεύτερος πιο συχνός καρκίνος στους άνδρες προσβάλλοντας το 13% περίπου, ενώ για το 2-3% αποβαίνει θανατηφόρος, σύμφωνα με τα Κέντρα Ελέγχου Νοσημάτων των ΗΠΑ. Ενώ οι όγκοι του προστάτη συνήθως αρχικά ανταποκρίνονται καλά σε ορμονοθεραπεία, όπως ο χημικός ευνουχισμός, τελικά αναπτύσσουν αντίσταση, η οποία απαιτεί θεραπεία με δοσηταξέλη, ανέφεραν οι ερευνητές στην εργασία τους.
«Ωστόσο, η ασθένεια αναπόφευκτα αναπτύσσει αντίσταση και στη δοσηταξέλη και εξελίσσεται σε μια… ανθεκτική κατάσταση, αφήνοντας τους ασθενείς με πολύ λίγες θεραπευτικές επιλογές στη συνέχεια. Η αντοχή στη δοσηταξέλη μπορεί να αναπτυχθεί μόλις μετά από έξι μήνες θεραπείας», σημείωσαν οι επιστήμονες.
Η νέα μελέτη των ερευνητών είχε ως στόχο να εντοπίσει τον μηχανισμό πίσω από την αντίσταση στη δοσηταξέλη και να δει αν υπάρχει τρόπος παρέμβασης.
Ξεκίνησαν βασιζόμενοι σε στοιχεία ότι ένας υποδοχέας που ονομάζεται μουσκαρινικός υποδοχέας ακετυλοχολίνης τύπου 1 (CHRM1) εμπλέκεται στην ανάπτυξη και τη μετάσταση του καρκίνου του προστάτη.
Η ανάλυσή τους βρήκε υψηλότερα επίπεδα CHRM1 σε κυτταρικές σειρές ανθρώπινου καρκίνου του προστάτη που ήταν ανθεκτικές στη δοσηταξέλη σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου, καθώς και στοιχεία ότι διαδικασίες σηματοδότησης που περιλαμβάνουν τη χημική ουσία του νευρικού συστήματος ακετυλοχολίνη, και η οποία δεσμεύεται στον υποδοχέα CHRM1, αυξάνει στα καρκινικά κύτταρα του προστάτη μετά την έκθεσή τους σε δοσηταξέλη.
Δεδομένων αυτών των ευρημάτων, μαζί με άλλα από πρόσθετα πειράματα σε ποντίκια και καρκινικά κύτταρα που προέρχονται από ασθενείς, οι ερευνητές εξέτασαν εάν η δικυκλομίνη, ένα μικρό μόριο που θεραπεύει το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου αναστέλλοντας το CHRM1, είχε κάποια επίδραση στην ευαισθησία των καρκινικών κυττάρων στην δοσηταξέλη. Αυτό ίσχυσε πράγματι τόσο στα μοντέλα ποντικών όσο και στις καρκινικές κυτταρικές σειρές, συμπεριλαμβανομένων των καρκινικών κυττάρων που δεν είχαν ακόμη αναπτύξει αντίσταση στη χημειοθεραπεία. Συγκεκριμένα, ένας συνδυασμός δικυκλομίνης και δοσηταξέλης επιβράδυνε την ανάπτυξη του όγκου πολύ περισσότερο από τη δοσηταξέλη μόνο.
Ωστόσο, η δικυκλομίνη έχει μειονεκτήματα. Όπως ορισμένα άλλα αντιχολινεργικά φάρμακα, έχει συνδεθεί κλινικά και σε ζωικά μοντέλα με επιδείνωση ή αύξηση του κινδύνου άνοιας. Η νέα μελέτη δεν εξέτασε πώς η θεραπεία επηρέασε τη γνωστική λειτουργία των ζώων, αν και η δόση που χρησιμοποιήθηκε ήταν στο χαμηλότερο όριο που έχει μελετηθεί σε μοντέλα ποντικών με νόσο του Πάρκινσον και παρόμοιες διαταραχές.
Ενώ ο αντίκτυπος της δικυκλομίνης στη γνωστική λειτουργία σε αυτό το πλαίσιο μένει να διερευνηθεί, είναι εύλογο ότι ο συνδυασμός θα μπορούσε να μειώσει τις ανεπιθύμητες ενέργειες της δοσηταξέλης. Με τη χρήση δικυκλομίνης για να κάνει τα καρκινικά κύτταρα πιο ευαίσθητα στη χημειοθεραπεία, η δοσηταξέλη μπορεί να είναι αποτελεσματική σε χαμηλότερη δόση, σημείωσε ο επικεφαλής της μελέτης Wu.
«Αυτό που υποδηλώνει είναι ότι η χαμηλότερη αποτελεσματική δόση δοσηταξέλης μπορεί να είναι χαμηλότερη όταν το φάρμακο συνδυάζεται με δικυκλομίνη, σε σύγκριση με όταν η δοσηταξέλη χρησιμοποιείται μόνη της», είπε. «Η δυνατότητα χρήσης χαμηλότερης δόσης θα μπορούσε… να κάνει τη θεραπεία πιο διαχειρίσιμη για τους ασθενείς».