Γιατί «σκάμε» όταν το θερμόμετρο δείχνει 36°C, ενώ αυτή είναι η εσωτερική μας θερμοκρασία

Κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών μηνών, όλοι έχουμε αισθανθεί την έντονη ζέστη που κάνει το σώμα μας να «σκάει», ακόμη κι όταν το θερμόμετρο δείχνει 36°C – δηλαδή περίπου την ίδια θερμοκρασία με την εσωτερική μας θερμοκρασία. Πώς είναι δυνατόν να νιώθουμε τόσο δυσφορία όταν θεωρητικά δεν υπάρχει θερμική διαφορά;

Η βασική εξήγηση βρίσκεται στον τρόπο που το σώμα μας αποβάλλει τη θερμότητα και διατηρεί τη θερμοκρασία του σταθερή γύρω στους 36-37°C. Όταν η εξωτερική θερμοκρασία είναι κοντά ή μεγαλύτερη από την εσωτερική θερμοκρασία του σώματος, η φυσική διαδικασία της απώλειας θερμότητας γίνεται δύσκολη. Το σώμα ψύχεται κυρίως μέσω της εξάτμισης του ιδρώτα και της μεταφοράς θερμότητας στον αέρα. Όμως, όταν ο αέρας είναι πολύ ζεστός και υγρός, η εξάτμιση του ιδρώτα επιβραδύνεται και η θερμότητα «παγιδεύεται» στο σώμα.

Επιπλέον, η υγρασία παίζει τεράστιο ρόλο. Σε υγρό περιβάλλον, το σώμα δυσκολεύεται να «ρίξει» τη θερμοκρασία του μέσω εφίδρωσης, καθώς ο ιδρώτας δεν εξατμίζεται εύκολα. Αυτό δημιουργεί ένα αίσθημα δυσφορίας, κόπωσης και καύσωνα, ακόμη κι αν το θερμόμετρο δεν δείχνει εξαιρετικά υψηλές τιμές.

Άλλος παράγοντας είναι η συνεχής έκθεση στον ήλιο και η έλλειψη αέρα. Ο ήλιος ζεσταίνει το δέρμα άμεσα, ενώ αν ο αέρας είναι σταθερός ή ανύπαρκτος, η θερμότητα δεν διαχέεται.

Τέλος, η εσωτερική μας θερμοκρασία παραμένει σταθερή χάρη σε ένα πολύπλοκο σύστημα ρύθμισης, αλλά η αίσθηση της ζέστης καθορίζεται και από άλλους παράγοντες όπως η ενυδάτωση, η φυσική κατάσταση και η ένδυση.

Συμπερασματικά, η δυσφορία στις θερμοκρασίες γύρω στους 36°C δεν οφείλεται μόνο στην απόλυτη τιμή θερμοκρασίας, αλλά στον τρόπο που το σώμα μας αντιμετωπίζει τις περιβαλλοντικές συνθήκες και την αδυναμία να αποβάλει αποτελεσματικά τη θερμότητα.

Μοιραστείτε την ανάρτηση::