Η αναπνοή είναι μια αυτόματη λειτουργία που συχνά θεωρούμε δεδομένη. Ωστόσο, ο τρόπος με τον οποίο αναπνέουμε μπορεί να επηρεάσει σημαντικά την υγεία μας. Το ερώτημα «είναι καλύτερο να αναπνέουμε από τη μύτη ή από το στόμα;» έχει απασχολήσει επιστήμονες και γιατρούς, με την απάντηση να γέρνει καθαρά προς τη ρινική αναπνοή.
Η μύτη είναι φυσικά σχεδιασμένη για την αναπνοή. Διαθέτει τρίχες και βλεννογόνο που φιλτράρουν τη σκόνη, τα μικρόβια και άλλα σωματίδια, προστατεύοντας τους πνεύμονες. Παράλληλα, θερμαίνει και υγραίνει τον αέρα πριν αυτός φτάσει στο αναπνευστικό σύστημα, μειώνοντας τον κίνδυνο ερεθισμών. Η ρινική αναπνοή συμβάλλει επίσης στην παραγωγή νιτρικού οξειδίου, μιας ουσίας που ενισχύει την κυκλοφορία του αίματος και βοηθά στην άμυνα του οργανισμού.
Αντίθετα, η αναπνοή από το στόμα παρακάμπτει αυτούς τους φυσικούς μηχανισμούς. Ο αέρας εισέρχεται απευθείας χωρίς φιλτράρισμα και υγρασία, γεγονός που αυξάνει τον κίνδυνο λοιμώξεων, ξηροστομίας και κακοσμίας. Σε βάθος χρόνου, η χρόνια στοματική αναπνοή μπορεί να οδηγήσει σε διαταραχές ύπνου, υπνική άπνοια και προβλήματα στη γνάθο ή στα δόντια, ειδικά στα παιδιά.
Η ρινική αναπνοή, πέρα από την προστασία του αναπνευστικού, βελτιώνει και τη λειτουργία του εγκεφάλου. Μελέτες έχουν δείξει ότι βοηθά στη συγκέντρωση και στη μνήμη, καθώς ο ρυθμικός ρινικός αερισμός συνδέεται με καλύτερη οξυγόνωση και νευρωνική δραστηριότητα.
Βέβαια, υπάρχουν περιπτώσεις όπου η στοματική αναπνοή είναι αναπόφευκτη, όπως κατά τη διάρκεια έντονης άσκησης ή σε περιπτώσεις ρινικής συμφόρησης λόγω αλλεργιών ή κρυολογήματος. Ωστόσο, αυτό θα πρέπει να αποτελεί την εξαίρεση και όχι τον κανόνα.
Οι ειδικοί προτείνουν την εκπαίδευση στη ρινική αναπνοή μέσα από απλές ασκήσεις, τη διατήρηση καλής ρινικής υγιεινής και την αντιμετώπιση τυχόν παθήσεων που εμποδίζουν την ελεύθερη αναπνοή.
Συμπερασματικά, η μύτη είναι το «φίλτρο» και η φυσική πύλη του αναπνευστικού μας συστήματος. Γι’ αυτό, η αναπνοή από τη μύτη είναι η πιο σωστή και ωφέλιμη επιλογή για την υγεία μας.