Κατά 50% αυξημένες είναι οι πιθανότητες άτομα που πάσχουν από απνική άπνοια να παρουσιάσουν προβλήματα προβλήματα μνήμης ή σκέψης, σε σύγκριση με εκείνους που δεν έχουν άπνοια ύπνου, λένε οι ερευνητές.
“Αυτά τα ευρήματα υπογραμμίζουν τη σημασία του έγκαιρου ελέγχου για την υπνική άπνοια”, δήλωσε η επικεφαλής ερευνήτρια, δρ. Dominique Low, από το Ιατρικό Κέντρο της Βοστώνης.
Η υπνική άπνοια εμφανίζεται όταν οι άνθρωποι σταματούν και ξαναρχίζουν να αναπνέουν επανειλημμένα καθώς κοιμούνται. Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν ροχαλητό και παύσεις αναπνοής ακολουθούμενες από αγωνιώδη προσπάθεια εισπνοής.
Πώς έγινε η έρευνα
Για τις ανάγκες της μελέτης, οι ερευνητές εξέτασαν σχεδόν 4.300 άτομα σχετικά με την ποιότητα του ύπνου, την μνήμη και την λειτουργία του εγκεφάλου τους.
Περίπου το 25% των συμμετεχόντων ανέφεραν συμπτώματα υπνικής άπνοιας.
Από εκείνους με υπνική άπνοια, το ένα τρίτο (33%) ανέφερε προβλήματα μνήμης ή σκέψης, σε σύγκριση με το μόλις 20% των ατόμων χωρίς άπνοια ύπνου.
Η δρ. Low σχεδιάζει να παρουσιάσει την μελέτη της στην ετήσια συνάντηση της Αμερικανικής Ακαδημίας Νευρολογίας, η οποία θα γίνει τον Απρίλιο στο Ντένβερ. Οι έρευνες που παρουσιάζονται σε ιατρικές συναντήσεις θεωρούνται προκαταρκτικές, έως ότου δημοσιευθούν σε επίσημο ιατρικό περιοδικό.
Τι είπαν οι ερευνητές
Η δρ. Low είπε ότι τα ευρήματα υποδεικνύουν τη σημασία του να πάρουμε την υπνική άπνοια στα σοβαρά ως προς την αντιμετώπισή της:
“Αποτελεσματικές θεραπείες, όπως μηχανήματα διαρκούς θετικής πίεσης αεραγωγών (CPAP) είναι άμεσα διαθέσιμες. Ο ποιοτικός ύπνος, μαζί με την υγιεινή διατροφή, την τακτική άσκηση, την κοινωνική συμμετοχικότητα και τη γνωστική διέγερση, μπορεί τελικά να μειώσει τον κίνδυνο ενός ατόμου για προβλήματα σκέψης και μνήμης, βελτιώνοντας την ποιότητα ζωής του”.