Οι τελευταίες δύο δεκαετίες έχουν φέρει δραματικές αλλαγές στον ρόλο της μουσικής στη θεραπεία, καθώς η έρευνα στον τομέα της σύνδεσης της μουσικής με τη λειτουργία του εγκεφάλου και του ανθρώπινου σώματος γενικότερα έχει παρουσιάσει σαφείς αποδείξεις. Παρά την πρόοδο αυτή, οι θετικές επιπτώσεις και οι αλλαγές που έχουν προκληθεί από αυτές τις νέες επιστημονικές εξελίξεις σχετικά με τη χρήση της μουσικής στην αποκατάσταση και θεραπεία δεν έχουν επικοινωνηθεί αποτελεσματικά, ούτε στο ευρύ κοινό ούτε σε επαγγελματίες στους τομείς της μουσικής και των επιστημών ζωής.
Έτσι, η μουσική φαίνεται ότι μπορεί να διατηρήσει σε θετικά επίπεδα ή να επανεκπαιδεύσει το δομικά κατεστραμμένο ή λειτουργικά διαταραγμένο εγκεφαλικό σύστημα. Κλινικοί και συμπεριφορικοί θεραπευτές ανά τον κόσμο, χρησιμοποιούν πια τη μουσική με πάρα πολλούς διαφορετικούς τρόπους σε χώρους επανένταξης και αποκατάστασης, ενώ βασίζουν ξεκάθαρα την πρακτική τους σε κλινικά αποδεδειγμένα ερευνητικά δεδομένα τα οποία πηγάζουν από αυτόν το νέο τομέα έρευνας της νευροεπιστήμης της μουσικής.
Αν και τα σχετικά ερευνητικά της θετικής αποκατάστασης και θεραπείας μέσω της μουσικής στην αρχή προσεγγίσθηκαν από τους περισσότερους με σκεπτικισμό και αρκετή αντίσταση, εν τέλει, η συστηματική μελέτη και παρουσίαση σχετικών αποτελεσμάτων μείωσαν τις αμφιβολίες.
Τώρα πιά, σχετικές μελέτες της νευροεπιστήμης της μουσικής περιλαμβάνουν αναφορές και προσεγγίσεις σχετικές με την νόσο Parkison και Alzheimer, τον αυτισμό και γενικότερα τις ‘ειδικές αναπτυξιακές ομάδες’, την αποκατάσταση των κρανιοεγκεφαλικών κακώσεων και των εγκεφαλικών επεισοδίων, την επιληψία, αλλά και πολλές άλλες πιο εξειδικευμένες κλινικές ή συμπεριφορικές εκφάνσεις της ανθρώπινης ανάπτυξης ή αποκατάστασης.
Η μουσική νευροεπιστημονική έρευνα έχει εισχωρήσει για τα καλά στους κόλπους των επιστημών ζωής, σκοπεύοντας μέσω της αρχέτυπης και ουσιαστικής σύνδεσης που παρουσιάζει η μουσική με το σώμα και τον εγκέφαλό μας, να βελτιώσει, να αποκαταστήσει και να θεραπεύσει στα πλαίσια του εφικτού.