Η γρίπη αποτελεί μια συνηθισμένη ασθένεια που μπορεί να προκαλέσει σοβαρές επιπλοκές, ιδιαίτερα σε ευπαθείς ομάδες όπως οι ηλικιωμένοι, τα άτομα με χρόνια νοσήματα και οι έγκυες γυναίκες. Ωστόσο, πρόσφατες έρευνες έχουν αποκαλύψει έναν ενδιαφέροντα παράγοντα που φαίνεται να προσφέρει προστασία στις γυναίκες κατά των επιπλοκών της γρίπης: η προγεστερόνη.
Η προγεστερόνη είναι μια φυσική ορμόνη που παράγεται κυρίως από τις ωοθήκες κατά τη διάρκεια του εμμηνορροϊκού κύκλου και της εγκυμοσύνης. Σημαντικό ρόλο παίζει επίσης στη ρύθμιση της αναπαραγωγικής υγείας και της εγκυμοσύνης, αλλά φαίνεται ότι η δράση της επεκτείνεται και στο ανοσοποιητικό σύστημα, προστατεύοντας τις γυναίκες από σοβαρές λοιμώξεις όπως η γρίπη.
Επιστημονικές μελέτες έχουν δείξει ότι η προγεστερόνη ενισχύει την ανοσολογική απάντηση του οργανισμού στις ιογενείς λοιμώξεις. Σε πειράματα σε ζώα, παρατηρήθηκε ότι τα επίπεδα της προγεστερόνης αυξάνονται κατά τη διάρκεια της γρίπης και ότι αυτή η αύξηση συνδέεται με μια πιο ήπια πορεία της νόσου. Αντίθετα, οι γυναίκες με χαμηλότερα επίπεδα προγεστερόνης φαίνεται να είναι πιο ευάλωτες στις επιπλοκές της γρίπης, όπως η πνευμονία.
Η προγεστερόνη φαίνεται να επηρεάζει τη φλεγμονώδη αντίδραση του οργανισμού, μειώνοντας την υπερβολική φλεγμονή που μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές επιπλοκές. Επίσης, η ορμόνη ενδέχεται να έχει αντιϊική δράση, ενισχύοντας τη δραστηριότητα των ανοσοποιητικών κυττάρων που καταπολεμούν τους ιούς.
Οι γυναίκες, και ιδιαίτερα οι έγκυες, συχνά παρουσιάζουν πιο σοβαρά συμπτώματα κατά τη διάρκεια της γρίπης λόγω της αλλαγής των ορμονικών τους επιπέδων, που επηρεάζει το ανοσοποιητικό σύστημα. Αυτός ο μηχανισμός προστασίας μέσω της προγεστερόνης μπορεί να εξηγήσει γιατί οι γυναίκες ενδέχεται να είναι λιγότερο εκτεθειμένες στις πιο σοβαρές συνέπειες της γρίπης, σε σχέση με τους άνδρες, οι οποίοι δεν επωφελούνται από την προστατευτική δράση της προγεστερόνης.
Παρόλο που οι έρευνες βρίσκονται σε πρώιμο στάδιο, οι επιστήμονες εξετάζουν τη δυνατότητα χρήσης προγεστερόνης ή άλλων παραγόντων που μιμούνται την επίδρασή της, για την ανάπτυξη νέων θεραπειών κατά των λοιμώξεων από γρίπη και άλλες ιογενείς ασθένειες.