Η ρύπανση του αέρα αποτελεί ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα δημόσιας υγείας παγκοσμίως, συνδεόμενο κυρίως με αναπνευστικές και καρδιαγγειακές παθήσεις. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, η επιστημονική έρευνα δείχνει ότι οι επιπτώσεις της μπορεί να επεκτείνονται και στην εγκεφαλική υγεία, αυξάνοντας τον κίνδυνο εμφάνισης άνοιας.
Πώς συνδέεται η ρύπανση με την άνοια;
Μελέτες έχουν δείξει ότι η μακροχρόνια έκθεση σε μικροσωματίδια (PM2,5) και διοξείδιο του αζώτου (NO₂) μπορεί να προκαλεί φλεγμονώδεις αντιδράσεις στον εγκέφαλο. Αυτά τα σωματίδια είναι τόσο μικρά που μπορούν να διεισδύσουν στην κυκλοφορία του αίματος και, ενδεχομένως, να περάσουν τον αιματοεγκεφαλικό φραγμό, επηρεάζοντας την εγκεφαλική λειτουργία.
Η φλεγμονή και το οξειδωτικό στρες που προκαλούνται θεωρείται ότι συμβάλλουν στη δημιουργία πρωτεϊνικών πλακών και νευροϊνιδιακών πλεγμάτων – χαρακτηριστικών της νόσου Αλτσχάιμερ και άλλων μορφών άνοιας. Επιπλέον, περιοχές με υψηλά επίπεδα ρύπανσης συχνά συσχετίζονται με μεγαλύτερη συχνότητα γνωστικών διαταραχών σε ηλικιωμένους.
Ποιοι κινδυνεύουν περισσότερο;
Ιδιαίτερα ευάλωτοι θεωρούνται οι ηλικιωμένοι, άτομα με προϋπάρχουσες καρδιαγγειακές ή αναπνευστικές παθήσεις, καθώς και όσοι ζουν σε αστικά κέντρα με υψηλή κυκλοφοριακή συμφόρηση. Παράλληλα, η έκθεση σε ρύπους από νεαρή ηλικία μπορεί να έχει μακροπρόθεσμες συνέπειες στη γνωστική υγεία.
Τι μπορούμε να κάνουμε;
Η λύση δεν είναι ατομική αλλά συλλογική. Χρειάζονται πολιτικές μείωσης των εκπομπών, επένδυση σε καθαρές μορφές ενέργειας και βιώσιμη αστική μετακίνηση. Σε προσωπικό επίπεδο, η χρήση καθαριστών αέρα στο σπίτι, η αποφυγή άσκησης σε ώρες αιχμής και η ενημέρωση για τους δείκτες ποιότητας αέρα μπορούν να μειώσουν τον κίνδυνο.
Η σχέση της ρύπανσης του αέρα με την άνοια είναι ένα ακόμη καμπανάκι κινδύνου για την ανάγκη άμεσης δράσης απέναντι στην περιβαλλοντική κρίση – όχι μόνο για τους πνεύμονες και την καρδιά μας, αλλά και για τον ίδιο τον εγκέφαλό μας.