Το να βρεις το άλλο σου μισό σ’ αυτή τη ζωή, εκτός από δύσκολο είναι ωστόσο και πολύ σημαντικό για την ψυχική υγεία του καθενός, λένε οι επιστήμονες που υποστηρίζουν πως αυτά τα δύο συνδέονται άρρηκτα. Αυτό είναι το συμπέρασμα μιας έρευνας σε σχεδόν 7.000 ενήλικες Αυστραλούς που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό PLOS ONE από τον Bernard Kwadwo Yeboah Asiamah-Asare και τους συνεργάτες του.
Πολλές πρόσφατες μελέτες έχουν εξετάσει τους πιθανούς κοινωνικούς καθοριστικούς παράγοντες της ψυχικής υγείας. Σε αυτή τη μελέτη, ο Bernard Kwadwo Yeboah Asiamah-Asare και οι συνεργάτες του εξέτασαν πώς ο γάμος ή οι προηγούμενες συζυγικές εμπειρίες μπορούν να αλληλεπιδράσουν με τα οικονομικά προβλήματα που περιγράφονται από τον εαυτό τους και την κατάσταση ψυχικής υγείας.
Στην Αυστραλία, οι παθήσεις ψυχικής υγείας είναι ένα κοινό πρόβλημα με στατιστικά στοιχεία που δείχνουν ότι ένας στους πέντε (20%) Αυστραλούς έχει ψυχική ή συμπεριφορική πάθηση. Τα προκαταρκτικά αποτελέσματα από το Αυστραλιανό Γραφείο Στατιστικής έδειξαν περαιτέρω ότι τουλάχιστον το 15% του πληθυσμού ηλικίας 16-85 ετών παρουσίασε υψηλά ή πολύ υψηλά επίπεδα ψυχολογικής δυσφορίας το 2021.
Οι συγγραφείς της μελέτης ανέλυσαν δεδομένα που συλλέχθηκαν από 6.846 ενήλικες που ανταποκρίθηκαν στην πιο πρόσφατη επανάληψη της έρευνας για τη Δυναμική των Οικογενειών, του Εισοδήματος και της Εργασίας στην Αυστραλία (HILDA). Οι ερωτηθέντες ήταν ως επί το πλείστο άνω των 42 ετών (61%), γεννήθηκαν στην Αυστραλία (78%) και ήταν παντρεμένοι (78%), με σχεδόν ομοιόμορφο διαχωρισμό φύλου (51% γυναίκες). Περίπου το 7% είχε κακή ψυχική υγεία, όπως έδειξε η έρευνα.
Περίπου το 2% της διακύμανσης στις βαθμολογίες ψυχικής υγείας θα μπορούσε να αποδοθεί σε δημογραφικά χαρακτηριστικά: οι συμμετέχοντες 60 ετών και άνω έτειναν να έχουν υψηλότερες βαθμολογίες ψυχικής υγείας σε σύγκριση με συμμετέχοντες ηλικίας κάτω των 25 ετών. Το να είσαι γυναίκα, συνταξιούχος ή φοιτήτρια συσχετίστηκε με χειρότερους βαθμούς ψυχικής υγείας. Το 3% της διακύμανσης στις βαθμολογίες ψυχικής υγείας θα μπορούσε να συνδεθεί με οικονομική δυσκολία.
Οι συμμετέχοντες που αντιλαμβάνονταν τις σχέσεις τους ως καλές και ανταποκρίνονταν στις αρχικές τους προσδοκίες είχαν υψηλότερες βαθμολογίες ψυχικής υγείας. Αντίθετα, οι συμμετέχοντες που ανέφεραν πολλά προβλήματα στο γάμο ή τη σχέση τους, πολύ συχνά εύχονταν να μην είχαν παντρευτεί ή να είχαν κάνει σχέση -παρότι ανέφεραν ότι αγαπούσαν πολύ τον άνθρωπο που είχαν σύζυγο- είχαν λιγότερες πιθανότητες να αναφέρουν καλύτερη κατάσταση ψυχικής υγείας. Οι συγγραφείς σημειώνουν ότι το εύρημα της αγάπης δεν αρκεί για να ενισχύσει τους βαθμούς ψυχικής υγείας σε άτομα που αντιμετωπίζουν δυσκολίες στη σχέση και ήταν εκπληκτικό και απροσδόκητο. Υπογραμμίζουν επίσης τη σημασία του γάμου και των σχέσεων για την πιο ολιστική κατανόηση της ψυχικής υγείας.