Η σχέση του μαγνησίου με τον σακχαρώδη διαβήτη

Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι μια μεταβολική διαταραχή της γλυκόζης. Αναπτύσσεται κυρίως λόγω του τρόπου ζωής (καθιστική ζωή,  παχυσαρκία, στρες) και διατροφής (αυξημένη κατανάλωση απλών σακχάρων, κορεσμένων λιπαρών, αλκοόλ) και η μη αντιμετώπισή του έχει σημαντικές επιπτώσεις όπως διαταραχή της καρδιαγγειακής και της νεφρικής λειτουργίας, αμφιβληστροειδοπάθεια, νευροπάθεια, έλκη και απόφραξη των αγγείων των κάτω άκρων.

Παγκοσμίως ο ΣΔ2 διαγιγνώσκεται στο 10,5 % του πληθυσμού των ενηλίκων (International Diabetes Foundation, 2021), ενώ ανάλογα ποσοστά καταγράφηκαν σε πρόσφατη επιδημιολογική μελέτη στη χώρα μας (11,9%) με τη συχνότητα να αυξάνεται με την πάροδο της ηλικίας και για τα δυο φύλα και να είναι σταθερά μεγαλύτερη σε άτομα με μεγαλύτερο Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ).

Η διατροφή, μαζί με τη διατήρηση υγιούς σωματικού βάρους, τη σωματική δραστηριότητα και την φαρμακευτική αγωγή, είναι τα τρία βασικά όπλα στη φαρέτρα της αντιμετώπισης. Οι βασικές συστάσεις επικεντρώνονται στην μείωση της πρόληψης απλών σακχάρων, κορεσμένου λίπους και στην αύξησης των φυτικών ινών. Ωστόσο, η έρευνα στον τομέα της διατροφής δεν σταματά, οπότε μελετούνται ποικίλα διατροφικά μοντέλα αλλά και μεμονωμένα θρεπτικά συστατικά με στόχο να προστεθούν στην φαρέτρα της διαχείρισης του ΣΔ2. Ένα από αυτά τα συστατικά είναι και το μεταλλικό στοιχείο μαγνήσιο.

Γιατί το Μαγνήσιο;

Το μαγνήσιο (Mg) είναι το τέταρτο σε αφθονία μέταλλο στο σώμα του ανθρώπου. Μέχρι σήμερα γνωρίζουμε ότι αποτελεί συστατικό άνω των 300 ενζύμων του οργανισμού μας, συμμετέχοντας με τον τρόπο αυτό σε πληθώρα βιοχημικών διεργασιών σε πολλαπλά οργανικά συστήματα. Μεταξύ των διεργασιών αυτών είναι η σύνθεση πρωτεϊνών, η σύσπαση των μυών, ο μεταβολισμός των οστών, η ρύθμιση της έκκρισης και χρησιμοποίησης της ινσουλίνης, η λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος, κ.α. Η ανεπάρκεια μαγνησίου έχει συσχετιστεί με πληθώρα παθολογικών καταστάσεων όπως οστεοπόρωση, κατάθλιψη, ημικρανίες, φλεγμονή, καρδιαγγειακά νοσήματα, καρκίνος, αλλά και ο ΣΔ2.

Πώς προέκυψε η σχέση ΣΔ2 και Μαγνησίου;

Αφορμή ήταν τα αποτελέσματα επιδημιολογικών μελετών σε διαφορετικούς πληθυσμούς, τα οποία δείχνουν σταθερά χαμηλότερες προσλήψεις σε άτομα με ΣΔ2, ιδιαίτερα σε άτομα που παρουσιάζουν ανεπαρκή ρύθμιση, μεγαλύτερη διάρκεια με την νόσο, σε άτομα με μακρο- και μικρο-αγγειακές επιπλοκές και κυρίως σε άτομα μεγαλύτερης ηλικίας. Μειωμένη διατροφική πρόσληψη μαγνησίου έχει επίσης συσχετιστεί με αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης ΣΔ2 ανεξάρτητα από παράγοντες όπως το φύλο, την ηλικία, το οικογενειακό ιστορικό, ή την περιοχή. Οι συνιστώμενες ημερήσιες προσλήψεις μαγνησίου (RDA) για τους ενήλικες 19- 51 ετών  είναι 400-420 mg για τους άνδρες και 310-320 mg για τις γυναίκες.

Χαμηλές τιμές μαγνησίου ορού (≤ 0.75 mmol/L ή1.8 mg/dL) καταγράφονται σταθερά σε άτομα με ΣΔ2, σε γυναίκες με διαβήτη κύησης και σε υπέρβαρα παιδιά με αντίσταση στην ινσουλίνη.

Πώς επηρεάζει το Μαγνήσιο την ανάπτυξη του ΣΔ2;

Το μαγνήσιο αποτελεί βασικό συστατικό στην ενεργοποίηση των υποδοχέων της ινσουλίνης, επιτρέποντας με τον τρόπο αυτό την αποτελεσματική της δράση. Η έλλειψή του οδηγεί σε ινσουλινοαντοχή και μειωμένη ικανότητα ρύθμισης των επιπέδων γλυκόζης στο αίμα, ενώ η υπομανησιαιμία προκαλεί μειωμένη απέκκριση ινσουλίνης από το πάγκρεας.

Η συμμετοχή του μαγνησίου στους μηχανισμούς αντιοξειδωτικής προστασίας και απομάκρυνσης των ελευθέρων ριζών έχει ως αποτέλεσμα τα χαμηλά επίπεδα του να στερούν τον οργανισμό από την προστασία του έναντι του οξειδωτικού στρες και της φλεγμονής. Μελέτες έχουν καταδείξει συσχέτιση μεταξύ χαμηλών επιπέδων μαγνησίου και αυξημένων επιπέδων CRP (βασικός δείκτης φλεγμονής). Είναι πλέον γνωστό ότι η παρουσία φλεγμονής δημιουργεί το έδαφος για πληθώρα παθολογικών καταστάσεων μεταξύ των οποίων η αντίσταση στην ινσουλίνη, η αθηρωμάτωση, ο καρκίνος κ.α. Πρόσφατες μελέτες ανέδειξαν έναν ακόμα σημαντικό ρόλο του μαγνησίου στην ανάπτυξη και διατήρηση της ισορροπίας υγειούς εντερικής μικροχλωρίδας, συμβάλλοντας και με τον τρόπο αυτό στην εξασφάλιση της συνολικής υγείας.

Πώς μπορεί να προκύψει η ανεπάρκεια μαγνησίου;

Το 60% του μαγνησίου στο σώμα μας βρίσκεται στον σκελετό, ενώ η υπόλοιπη ποσότητα βρίσκεται στα κύτταρα ιστών όπως οι μύες, το ήπαρ και οι νεφροί, συμμετέχοντας στις βασικές λειτουργίες τους. Η ποσότητα που μετριέται στον ορό είναι μόλις το 1% και για τον λόγο αυτό οι φυσιολογικές τιμές στον ορό δεν αποκλείουν την παρουσία υπομαγνησιαιμίας, καθώς μέχρι σήμερα δεν υπάρχει μια ευρέως χρησιμοποιούμενη μέθοδος μέτρησης του ολικού μαγνησίου στο σώμα.

Αίτια των χαμηλών επιπέδων μαγνησίου στον οργανισμό είναι:

  • • Χαμηλή πρόσληψη: Το μαγνήσιο βρίσκεται σε αφθονία σε τρόφιμα όπως τα πράσινα φυλλώδη λαχανικά (σπανάκι), τα όσπρια (φακές, φασόλια), οι ξηροί καρποί,  οι σπόροι (κολοκυθόσπορος, λιναρόσπορος), στα πλούσια σε φυτικές ίνες δημητριακά (καστανό ρύζι, δημητριακά ολικής άλεσης) αλλά και στη μαύρη σοκολάτα. Ο σύγχρονος τρόπος διατροφής με υπερεπεξεργασμένα τρόφιμα, αυξημένη πρόσληψη ζωικών προϊόντων και λιπαρών,  συνεπάγεται συχνά την μειωμένη πρόσληψη μαγνησίου, ενώ τα ίδια τα τρόφιμα όπως έχει φανεί από αναλύσεις σύστασης, παρουσιάζουν σε πολλές περιοχές χαμηλότερη από την αναμενόμενη περιεκτικότητα μαγνησίου, λόγω της επεξεργασίας τους αλλά και της περιεκτικότητας του μετάλλου στο έδαφος καλλιέργειάς τους.
  • • Μειωμένη απορρόφηση: γαστρεντερικές παθήσεις, αυξημένη κατανάλωση αλκοόλ.
  • • Αυξημένες απώλειες: η υπεργλυκαιμία και υπερινσουλιναιμία στον μη ρυθμιζόμενο ΣΔ2 αυξάνει την απέκκριση μαγνησίου στα ούρα, όπως και η παρουσία παθήσεων των νεφρών αλλά και η αυξημένη κατανάλωση καφέ, τσαγιού, αλατιού και αναψυκτικών.
  • • Φάρμακα που διαταράσσουν το μεταβολισμό του μαγνησίου: αντιδιουρητικά,  αντιμικροβιακά, αναστολείς αντλίας πρωτονίων (ΡΡΙ), β-αναστολείς, κυτταροτοξικά κ.α.

Τελικά βοηθά η συμπληρωματική χορήγηση;

Μελέτες που χρησιμοποίησαν συμπληρώματα μαγνησίου σε δόσεις από 250-600 mg/ημέρα για διάστημα από 7 ημέρες έως 6 μήνες είχαν ως αποτέλεσμα την βελτίωση της ινσουλινοαντίστασης, των επιπέδων της γλυκόζης και του C-πεπτιδίου, ελάττωση της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης, αλλά ακόμα και την επούλωση ελκών διαβητικού ποδιού.

Συμπερασματικά

Παρά τη βεβαιότητα ότι η επάρκεια του οργανισμού σε μαγνήσιο είναι σημαντική στην πρόληψη και αντιμετώπιση του ΣΔ2,  δεν  υπάρχουν καταληκτικές και συγκεκριμένες συστάσεις για τη συμπληρωματική χορήγησή του και η απόφαση για λήψη συμπληρωμάτων θα πρέπει να λαμβάνεται από τον θεράποντα ιατρό.

Έτσι η ασφαλής σύσταση παραμένει η αύξηση της πρόσληψης μαγνησίου μέσω της διατροφής. Μην ξεχνάμε ότι τα τρόφιμα-πηγές μαγνησίου παρέχουν ταυτόχρονα θρεπτικά συστατικά (μέταλλα, φυτικές ίνες, αντιοξειδωτικά) με αποδεδειγμένα πολλαπλά οφέλη για την υγεία.

Μοιραστείτε την ανάρτηση::