Μια πρόσφατη έρευνα του Ευρωβαρόμετρου αποκάλυψε ότι το 89% των συμμετεχόντων θεωρούν την προώθηση της ψυχικής υγείας εξίσου σημαντική με την προώθηση της σωματικής υγείας.
Η Κομισιόν σημειώνει ότι λιγότεροι από τους μισούς ερωτηθέντες πιστεύουν πως τα άτομα με ψυχικά προβλήματα λαμβάνουν την ίδια ποιότητα φροντίδας όπως οι ασθενείς με σωματικές παθήσεις. Επιπλέον, σχεδόν το 46% των συμμετεχόντων ανέφεραν ότι αντιμετώπισαν συναισθηματικά ή ψυχοκοινωνικά προβλήματα, όπως κατάθλιψη ή άγχος, κατά την τελευταία χρονιά. Από αυτούς, περισσότεροι από τους μισούς (54%) δεν έλαβαν βοήθεια από ειδικούς. Αυτά τα ευρήματα υπογραμμίζουν τη σημασία της συνέχισης των προσπαθειών για την ψυχική υγεία σε επίπεδο ΕΕ.
Αυξημένη πίεση στην ψυχική υγεία
Το Ευρωβαρόμετρο επιβεβαιώνει ότι πρόσφατα γεγονότα, όπως η πανδημία COVID-19, η επίθεση της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας, η κλιματική κρίση και άλλες κοινωνικές και οικονομικές πιέσεις, έχουν επιδεινώσει τα ήδη χαμηλά επίπεδα ψυχικής υγείας στην Ευρώπη. Πριν από την πανδημία COVID-19, ένας στους έξι ανθρώπους στην ΕΕ αντιμετώπιζε προβλήματα ψυχικής υγείας και η κατάσταση επιδεινώθηκε. Οι περισσότεροι ερωτηθέντες απάντησαν ότι τα πρόσφατα παγκόσμια γεγονότα έχουν επηρεάσει την ψυχική τους υγεία «σε κάποιον βαθμό» (44 %) ή σε «μεγάλο βαθμό» (18 %).
Οι περισσότεροι ερωτηθέντες (60 %) πιστεύουν πως οι σημαντικότεροι παράγοντες για την επίτευξη καλής ψυχικής υγείας είναι πρώτα οι συνθήκες διαβίωσης, με δεύτερη την οικονομική ασφάλεια (53 %). Περίπου το ένα τρίτο των Ευρωπαίων θεωρούν ότι η επαφή με τη φύση και τους χώρους πρασίνου (35 %), οι συνήθειες ύπνου (35 %), η σωματική άσκηση (34 %) και οι κοινωνικές επαφές (33 %) συμβάλλουν καθοριστικά στην καλή ψυχική υγεία. Ωστόσο, σε όλα τα κράτη μέλη, η μεγάλη πλειονότητα πιστεύει ότι η χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την ψυχική υγεία των νέων.
Όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο η ΕΕ μπορεί να συμβάλει περισσότερο στη βελτίωση της ψυχικής υγείας των Ευρωπαίων πολιτών, το μεγαλύτερο ποσοστό των ερωτηθέντων επέλεξαν την απάντηση «βελτιώνοντας τη συνολική ποιότητα ζωής» (45 %), και στη συνέχεια «βελτιώνοντας τη στήριξη των ασθενών με ψυχικές νόσους και την πρόσβασή τους στη διάγνωση, τη θεραπεία και τη φροντίδα» (37 %) και «στηρίζοντας την ψυχική υγεία των πλέον ευάλωτων» (35 %).