Πολλοί από εμάς έχουμε πει ότι έχουμε κατάθλιψη, πιθανώς επειδή βιώσαμε μια έντονη λύπη ή περάσαμε μια δύσκολη φάση. Ωστόσο, η κατάθλιψη δεν είναι κάτι που μπορούμε να αναφέρουμε χαριτολογώντας, ούτε αντιστοιχεί στη θλίψη που όλοι αισθανόμαστε από καιρό σε καιρό ή στη στεναχώρια που βιώνουμε κατά τη διάρκεια του πένθους, ενός χωρισμού ή μιας απόλυσης. Πρόκειται για μια σοβαρή ψυχική διαταραχή που θα επηρεάσει 1 στους 10 ανθρώπους κάποια στιγμή στη ζωή τους. Εάν αντιμετωπίσουμε αυτό το πρόβλημα, είναι σημαντικό να απευθυνθούμε σε έναν ειδικό ψυχικής υγείας, όπως έναν ψυχίατρο, και να ακολουθήσουμε την κατάλληλη θεραπεία που θα μας προτείνει. Ας ξεκαθαρίσουμε, λοιπόν, έξι κοινούς μύθους σχετικά με την κατάθλιψη.
Όποιος νιώθει πολύ στεναχωρημένος έχει κατάθλιψη
Η στεναχώρια, το στρες, η θλίψη, ακόμα και η δυστυχία είναι δυσάρεστα μεν αλλά φυσιολογικά κομμάτια της ζωής, ακόμα και της καθημερινότητάς μας σε κάποιον βαθμό και σε ορισμένες περιπτώσεις. Έτσι, δεν θα λέγαμε ότι αν νιώθουμε κάποιο ή κάποια από όλα αυτά τα συναισθήματα σημαίνει ότι πάσχουμε από κατάθλιψη. Η κατάθλιψη χαρακτηρίζεται από ένα ανυπόφορο καθημερινό αίσθημα απελπισίας όπου αισθανόμαστε ότι βυθιζόμαστε, ότι είμαστε ανίκανοι, ότι έχουμε χάσει κάθε ευχαρίστηση και κίνητρο, ότι κανείς δεν μπορεί να μας βοηθήσει και ότι δεν έχουμε πλέον κανέναν έλεγχο επάνω στα πράγματα.
Επιπλέον, στην περίπτωση της κατάθλιψης –σε αντίθεση με τη θλίψη– η καθημερινότητά μας γίνεται πολύ δυσλειτουργική και αυτό διαρκεί για τουλάχιστον δύο εβδομάδες. Ένα άλλο χαρακτηριστικό της είναι οι μαύρες σκέψεις που πιθανόν να μας βασανίζουν, σε σημείο που κάποιες φορές να περνά από το μυαλό μας ακόμα και η αυτοκτονία. Για να το καταλάβουμε, αρκεί ίσως να πούμε ότι στην κατάθλιψη δεν είμαστε ο παλιός μας εαυτός.
Δεν μπορούμε να ανταποκριθούμε στην καθημερινότητά μας, έχουμε προβλήματα στην επαγγελματική, κοινωνική και προσωπική μας ζωή, δεν αντλούμε ικανοποίηση από τίποτε, νιώθουμε φόβο, άγχος και ανασφάλεια, έχουμε προβλήματα με την όρεξη και τον ύπνο μας, τη λίμπιντό μας, είμαστε συνέχεια κουρασμένοι, δεν έχουμε ενέργεια και δυσκολευόμαστε να συγκεντρωθούμε.
Επίσης ενδεχομένως να έχουμε και κάποια σωματικά συμπτώματα που δεν μας περνά καν από το μυαλό ότι μπορεί να οφείλονται στην κατάθλιψη, όπως να υποφέρουμε από πονοκεφάλους, δυσκοιλιότητα, ορμονικά προβλήματα ή από διάφορους –ανεξήγητους συχνά– πόνους σε όλο το σώμα.
Κατάθλιψη παθαίνουν μόνο όσοι έχουν αδύναμο χαρακτήρα
Η κατάθλιψη είναι μια πολυπαραγοντική νόσος, που σημαίνει ότι εξαρτάται και προκύπτει από διάφορους πιθανούς παράγοντες. Οι ειδικοί εξηγούν ότι απασχολεί συχνότερα ανθρώπους με μια προσωπικότητα που για κάποιους λόγους μπορεί να τους κάνει πιο επιρρεπείς στην εκδήλωση της ασθένειας, συχνά έπειτα από ένα σοβαρό και επώδυνο γεγονός.
Πλέον οι ειδικοί γνωρίζουν επίσης ότι το χρόνιο στρες προκαλεί κατάθλιψη, ότι όσο μεγαλώνουμε είναι πιο πιθανό να εμφανίσουμε κατάθλιψη και ότι η κατάθλιψη είναι πιο συνηθισμένη στα χαμηλά κοινωνικοοικονομικά στρώματα. Επίσης, οι χρόνιες και απειλητικές για τη ζωή ασθένειες (π.χ., καρκίνος, καρδιαγγειακά) μπορεί να συμβάλουν στην εμφάνιση της νόσου, όπως και οι εγκεφαλικοί τραυματισμοί και ο υποθυρεοειδισμός. Άλλες αιτίες που σχετίζονται με την εκδήλωσή της είναι η υπερβολική χρήση αλκοόλ ή/και κάνναβης (ειδικά στους εφήβους).
Επιπλέον, η κατάθλιψη μπορεί να προκύψει έπειτα από κάποιο τραυματικό γεγονός, μετά τη γέννα (επιλόχειος κατάθλιψη), εξαιτίας της μοναχικής ζωής που ζει κάποιος χωρίς να το θέλει, ενώ ενδεχομένως να σχετίζεται και με την κληρονομικότητα.
Μπορούμε να ξεπεράσουμε την κατάθλιψη με τη βοήθεια των φίλων μας
Όπως ισχύει για όλες τις νόσους, έτσι και η κατάθλιψη χρειάζεται να αντιμετωπιστεί με τη βοήθεια του ειδικού γιατρού, που είναι ο ψυχίατρος και κανένας άλλος.
Ο ψυχίατρος –όπως και κάθε γιατρός στον οποίο θα απευθυνθούμε όταν έχουμε ένα πρόβλημα υγείας που άπτεται της ειδικότητάς του– θα μας εξετάσει και, αν διαπιστώσει ότι πάσχουμε από κατάθλιψη, θα μας συνταγογραφήσει φαρμακευτική αγωγή με αντικαταθλιπτικά.
Επιπλέον, θα είναι εξαιρετικά ωφέλιμο να συνδυάσουμε τη φαρμακευτική αγωγή με κάποιου είδους ψυχοθεραπεία. Αυτό που χρειάζεται να συνειδητοποιήσουμε είναι ότι, δυστυχώς, η κατάθλιψη –στην πλειονότητα των περιπτώσεων– δεν είναι δυνατόν να περάσει από μόνη της χωρίς θεραπεία.
Αν πάρουμε αντικαταθλιπτικά θα εθιστούμε
Τα αντικαταθλιπτικά δεν προκαλούν ανοχή (όπως συμβαίνει με τα ηρεμιστικά). Αυτό σημαίνει ότι ο οργανισμός μας δεν τα συνηθίζει ώστε να χρειαζόμαστε όλο και μεγαλύτερη δόση για να έχουμε τα επιθυμητά αποτελέσματα.
Τα αντικαταθλιπτικά νέας γενιάς που συνταγογραφούνται πλέον από τους ψυχιάτρους είναι πολύ ασφαλή φάρμακα.
Αφού ξεκινήσουμε τα αντικαταθλιπτικά δεν χρειάζεται να ξαναδούμε τον ψυχίατρο
Όταν νοσούμε από κατάθλιψη, είναι σημαντικό να μας παρακολουθεί ο ψυχίατρος για διάφορους λόγους.
Κατ’ αρχάς επειδή τα αντικαταθλιπτικά –όπως και όλα τα φάρμακα– είναι πιθανό να προκαλέσουν κάποιες παρενέργειες, ιδίως όταν πρόκειται για πολύ νέους ανθρώπους, ηλικιωμένους (>74) ή ειδικές ομάδες που πάσχουν από στεφανιαία νόσο, σακχαρώδη διαβήτη κ.λπ.
Επίσης είναι απαραίτητο να αξιολογεί ο γιατρός την πορεία της θεραπείας μας.
Μόλις πάρουμε αντικαταθλιπτικά όλα θα φτιάξουν
Τα αντικαταθλιπτικά χρειάζονται κάποιες εβδομάδες –δύο με οχτώ, ανάλογα με τον ασθενή, το φάρμακο και τη σοβαρότητα της κατάστασης– για να μας βοηθήσουν να νιώσουμε καλύτερα. Αλλά και πάλι η θεραπεία ενός επεισοδίου κατάθλιψης δεν τελειώνει τη στιγμή που αρχίζει κανείς να αισθάνεται καλά.
Τα αντικαταθλιπτικά φάρμακα βελτιώνουν τη διάθεση και τα άλλα συμπτώματα της νόσου έπειτα από κάποιες εβδομάδες, αλλά οι αλλαγές που συμβαίνουν σε χημικό επίπεδο δεν έχουν παγιωθεί και είναι πάρα πολύ πιθανό να αναστραφούν αν δεν ολοκληρωθεί η θεραπεία.
Γι’ αυτό οι ψυχίατροι προτείνουν σταθερή λήψη των φαρμάκων για χρονικό διάστημα έξι ως οχτώ μηνών, στην περίπτωση ενός απλού επεισοδίου κατάθλιψης χωρίς επιπλοκές.