Καύσωνας και θυρεοειδής: Ποιοι υποφέρουν περισσότερο;

Πολλοί άνθρωποι που πάσχουν από νόσους του θυρεοειδούς αντιμετωπίζουν δυσκολίες κατά την αντιμετώπιση του καύσωνα. Αυτή η δυσλειτουργία του αδένα μπορεί να καθιστά ανυπόφορη τη ζωή τους σε υψηλές θερμοκρασίες, κάτι που συχνά παραβλέπεται. Σε ορισμένους ανθρώπους, η νόσος παραμένει αδιάγνωστη, κάτι που μπορεί να οδηγήσει σε δυσανεξία στη ζέστη που δύσκολα εξηγείται.

Οι ορμόνες του θυρεοειδούς ρυθμίζουν τον τρόπο με τον οποίο το σώμα ανταποκρίνεται στη θερμοκρασία του περιβάλλοντος. Τόσο τα υψηλά επίπεδά τους όσο και τα χαμηλά μπορεί να καταστήσουν τους ανθρώπους ευαίσθητους στη ζέστη ή στο κρύο.

Βέβαια, όλοι μας ζεσταινόμαστε όταν επικρατούν συνθήκες καύσωνα. Όσοι όμως έχουν έναν θυρεοειδή που δεν λειτουργεί σωστά, έχουν δυσανεξία στη θερμότητα, δηλαδή αυξάνουν τον καρδιακό ρυθμό τους και τη θερμοκρασία τους σε πιο σύντομο χρονικό διάστημα από άλλα άτομα που βρίσκονται στις ίδιες περιβαλλοντικές συνθήκες.

Ειδικότερα, η θερμοκρασία του σώματος ρυθμίζεται από τους θερμοϋποδοχείς του σωµατοαισθητικού συστήματος, που βρίσκονται στο δέρμα και βαθιά μέσα στο σώμα. Αυτοί συνδέονται με το κεντρικό νευρικό σύστημα και επικοινωνούν με τον υποθάλαμο που ρυθμίζει τη θερμοκρασία του εγκεφάλου. Υπό συνθήκες καύσωνα, το σύστημα στέλνει σήμα στα αιμοφόρα αγγεία να διασταλούν, και να διοχετεύσουν τη θερμότητα από τον κορμό στο δέρμα, προκειμένου αυτή να απελευθερωθεί και η θερμοκρασία του σώματος να πέσει.

Δίνουν σήμα δε στους ιδρωτοποιούς αδένες να παράγουν ιδρώτα, ο οποίος εκλύεται στην επιφάνεια του δέρματος, και μέσω της διαδικασίας της εξάτμισης ρίχνει τη θερμοκρασία του σώματος. Η δυσκολία ρύθμισης της θερμοκρασίας αποτελεί ένδειξη ότι αυτό το θερμορυθμιστικό σύστημα είτε υπερλειτουργεί είτε ότι υπολειτουργεί.

Η θυρεοειδική ορμόνη είναι αναπόσπαστο μέρος της διατήρησης του μεταβολισμού του σώματος. Όταν υπάρχει περίσσεια, ο μεταβολισμός αυξάνεται και ακολούθως και η θερμοκρασία του σώματος (σε αντίθεση με τον υποθυρεοειδισμό που η θερμοκρασία πέφτει και ο ασθενής κρυώνει σε συνθήκες που όλοι οι άλλοι νιώθουν άνετα).

Τα άτομα που πάσχουν από υπερθυρεοειδισμό έχουν και άλλα συμπτώματα. Ένα ποσοστό παρουσιάζει οζώδη βρογχοκήλη, ενώ άλλοι ασθενείς υποφέρουν από άγχος, ανωμαλίες του καρδιακού ρυθμού, νευρικότητα, αϋπνία, ανεξήγητη απώλεια βάρους, εξόφθαλμο και διπλωπία, μυϊκή αδυναμία, κόπωση, τριχόπτωση, ακανόνιστη έμμηνο ρύση, καθώς και πρόωρη εκσπερμάτιση και στυτική δυσλειτουργία.

Το θετικό είναι ότι η συγκεκριμένη πάθηση προστατεύει από τον καρκίνο του θυρεοειδούς, όπως απέδειξε και μια πρόσφατη ιταλική μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Gland Surgery.
Οι επιλογές που υπάρχουν για την αντιμετώπιση αυτών των συμπτωμάτων είναι η λήψη αντιθυρεοειδικών φαρμάκων, ραδιενεργού ιωδίου και β-αναστολέων. Οριστική, όμως, θεραπεία χαρίζει μόνο η χειρουργική επέμβαση. Αυτή μπορεί να είναι η καλύτερη επιλογή εάν δεν υπάρχει βελτίωση από λιγότερο επεμβατικές θεραπείες, εάν τα συμπτώματα επανεμφανίζονται παρά την πρόσκαιρη βελτίωση που δίνει η συντηρητική θεραπεία, εάν υπάρχει βρογχοκήλη ή σοβαρά προβλήματα στα μάτια.
Από τις διαθέσιμες χειρουργικές τεχνικές, η Minimally Invasive Non Endoscopic Thyroidectomy (MINET) προσφέρει τη ριζικότερη θυρεοειδεκτομή, τα ασφαλέστερα αλλά και τα καλύτερα αισθητικά αποτελέσματα.

Εκτός από τον υπερθυρεοειδισμό, υπάρχουν και άλλες παθήσεις ή συνθήκες που μπορούν να προκαλέσουν υπερπαραγωγή θυρεοειδικών ορμονών και ευαισθησία στη θερμότητα. Αυτές είναι:

  • Η υπερδοσολογία θυρεοειδικών ορμονών.
  • Η λήψη ορισμένων φαρμάκων που δεν σχετίζονται με τον θυρεοειδή.
  • Τα υψηλά επίπεδα ιωδίου.
  • Η νόσος του Γκρέιβς – μια αυτοάνοση πάθηση που προκαλεί υπερθυρεοειδισμό.
  • Ο τοξικός όζος του θυρεοειδούς – ένας όζος που αναπτύσσεται στον αδένα, προκαλώντας τον να παράγει περίσσεια θυρεοειδικών ορμονών.
  • Η θυρεοειδίτιδα μετά τον τοκετό, όπου ο θυρεοειδής αδένας αναπτύσσει φλεγμονή.
  • Η Ανώδυνη θυρεοειδίτιδα, που χαρακτηρίζεται από παροδικό υπερθυρεοειδισμό, που ακολουθείται μερικές φορές από υποθυρεοειδισμό και στη συνέχεια αποκατάσταση.

Θα υπέθετε κανείς ότι όσοι πάσχουν από υποθυρεοειδισμό δεν αντιμετωπίζουν πρόβλημα θερμικής δυσανεξίας. Ωστόσο, αυτό δεν είναι αλήθεια, καθώς ένας αριθμός υποθυρεοειδικών ασθενών υποφέρουν από κάποιο βαθμό αυτοάνοσης δυσλειτουργίας και συγκεκριμένα από θυρεοειδίτιδα Hashimoto.
Αυτή η συχνή διαταραχή προκαλεί το ανοσοποιητικό σύστημα να επιτεθεί στον θυρεοειδή ιστό. Τα συμπτώματα, όπως και η ένταση και η συχνότητα αυτών, ποικίλλουν από ασθενή σε ασθενή. Οι περισσότεροι βιώνουν μια σειρά συμπτωμάτων που εναλλάσσονται μεταξύ υποθυρεοειδισμού και υπερθυρεοειδισμού. Μια αύξηση της θυρεοειδικής ορμόνης μπορεί να οδηγήσει σε συμπτώματα που σχετίζονται με τον υπερθυρεοειδισμό, συμπεριλαμβανομένης της υπερβολικής ευαισθησίας στη ζέστη. Αυτό μπορεί να συμβεί παρόλο που η παραγωγή θυρεοειδούς του ασθενούς υποδηλώνει υποθυρεοειδισμό.

Η διατήρηση της σωστής θερμοκρασίας είναι μια πρόκληση για όλους και ειδικά για αυτούς τους ασθενείς. Η μείωσή της όταν το σώμα δεν μπορεί να το κάνει από μόνο του έγκειται στη λήψη πρόσθετων μέτρων που βοηθούν, όπως η καλή ενυδάτωση με παγωμένο νερό, η παραμονή σε κλιματιζόμενους χώρους και τα συχνά δροσερά ντους.
Όσοι εμφανίζουν δε δυσανεξία στη θερμότητα και δεν έχουν εξετάσει τον θυρεοειδή τους, να το κάνουν το συντομότερο, γιατί ο καλά ρυθμισμένος αδένας απαλλάσσει από τα ενοχλητικά συμπτώματα και βελτιώνει την ποιότητα ζωής των ασθενών.

Μοιραστείτε την ανάρτηση::