Με αφορμή την Διεθνή Ημέρα για την Εξάλειψη των Φυλετικών Διακρίσεων, ο ΟΗΕ επισημαίνει πως η ρητορική μίσους και ο ρατσιστικός λόγος αυξάνονται σε όλο τον κόσμο.
Σύμφωνα με το Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων των ΗΠΑ, η παρουσία τους στο διαδίκτυο συνδέεται με την παγκόσμια άνοδο της βίας κατά μειονοτήτων, συμπεριλαμβανομένων περιστατικών μαζικών πυροβολισμών, λιντσαρίσματος και επιχειρήσεων εθνοκάθαρσης.
Η πανδημία του κορωνοϊού έδρασε καταλυτικά στη μεγέθυνση του φαινομένου. Ο ρατσισμός γνώρισε μια νέα εποχή και η χώρα μας δεν διέφυγε τον κανόνα. Μελέτη που εκπόνησαν από κοινού ερευνητές από το Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής και το Πανεπιστήμιο Pablo de Olavide της Ισπανίας για τις φυλετικές και εθνοτικές ανισότητες και τον ρατσισμό την περίοδο της COVID-19, συμπέρανε ότι η κυρίαρχη αντίληψη των μεταναστών και προσφύγων ως απειλή για τη Δημόσια Υγεία κατά την έξαρση της πανδημίας παρέμεινε ισχυρή και στη νηνεμία.
Ρατσισμός και βιολογία
Οι θιασώτες της ρατσιστικής ιδεολογίας αναζήτησαν έρμα στην επιστήμη. «Από τότε που οι σκλαβωμένοι άνθρωποι πρωτοήρθαν σε αυτή τη χώρα, οι υποστηρικτές του ρατσισμού κατά των μαύρων και της λευκής υπεροχής χρησιμοποίησαν την εξουσία της επιστήμης για να δικαιολογήσουν τη φυλετική ανισότητα» αναφέρει άρθρο από τη Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, καταλήγοντας ότι, κατά τη σύγχρονη επιστημονική συναίνεση, η φυλή δεν έχει βιολογική βάση, ο επιστημονικός ρατσισμός όμως εξακολουθεί να υφίσταται. Τι γίνεται όμως με το DNA της ρατσιστικής ιδεολογίας;
Οι συγγραφείς σχολιάζουν ότι «η βιολογία δεν είναι πεπρωμένο, ούτε η προκατάληψη ανεξίτηλη». Είναι αυτό που σημειώνει σε άρθρο του στο The Conversation ο Tom Oliver, Καθηγητής Εφαρμοσμένης Οικολογίας στο Πανεπιστήμιο του Ρέντινγκ, «ευτυχώς, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε την ορθολογική σκέψη για να αναπτύξουμε στρατηγικές υπέρβασης αυτών των συμπεριφορών». Και η υπέρβαση είναι περισσότερο από αναγκαία, αν αναλογιστεί κανείς το βαθύ αποτύπωμα που χαράσσει ο ρατσισμός στη σωματική και ψυχική υγεία των θυμάτων του.
Οι επιπτώσεις στην υγεία των θυμάτων
Σύμφωνα με τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων των ΗΠΑ (CDC), άτομα από φυλετικές και εθνοτικές μειονότητες καταγράφουν χειρότερα αποτελέσματα στους δείκτες υγείας συγκριτικά με τους άτομα λευκής καταγωγής. Μια ανασκόπηση 300 σχεδόν μελετών του 2019 για τις επιπτώσεις των φυλετικών διακρίσεων στην ψυχική και σωματική υγεία, συμπέρανε ότι οι πρώτες δρουν ως επιβαρυντικός παράγοντας για καρδιαγγειακή νόσο, αθηροσκλήρωση, ψυχιατρικές διαταραχές (κατάθλιψη, αγχώδεις διαταραχές, διαταραχή μετατραυματικού στρες, διατροφικές διαταραχές, ψύχωση κ.α.), παχυσαρκία, υπέρταση, καταχρήσεις ουσιών, κακό ύπνο και χρόνια φλεγμονή.
Το αλλοστατικό φορτίο από την εμπειρία του ρατσισμού, η συσσωρευόμενη «φθορά» δηλαδή από το επαναλαμβανόμενο ή χρόνιο στρες των διακρίσεων, φαίνεται να αποτελεί κύριο πυροδότη των προβλημάτων υγείας. Είναι ο ίδιος μηχανισμός που επιταχύνει τη γήρανση του οργανισμού στα άτομα που υφίστανται συστηματικό ρατσισμό.
Έρευνα, που δημοσιεύθηκε το 2023, διαπίστωσε ότι οι φυλετικές διακρίσεις βάλλουν την ακεραιότητα της λευκής ουσίας -των νευρωνικών συνδέσεων συνδέσεων δηλαδή- του προμετωπιαίου φλοιού, μιας βασικής περιοχής του εγκεφάλου για την αυτορρύθμιση της συμπεριφοράς. Αν συνεπεία αυτού τα θύματα στρέφονται στα ναρκωτικά, δεν ασκούνται ή καταλήγουν στη συναισθηματική υπερφαγία, «μπορεί να είναι πιο ευάλωτα σε προβλήματα υγείας που σχετίζονται με αυτές τις συμπεριφορές, όπως διαβήτης, μεταβολικά και καρδιαγγειακά νοσήματα», σύμφωνα με όσα εξήγησε στην Wasgington Post η επικεφαλής της μελέτης Negar Fani, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Ψυχιατρικής και Συμπεριφορικών Επιστημών στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Emory.
Η ανησυχία για τον αντίκτυπο του ρατσισμού κορυφώνεται όταν ζητούμενο είναι η υγεία των παιδιών. Η Αμερικανική Ακαδημία Παιδιατρικής (AAP), εκφράζοντας την αγωνία της για τον αντίκτυπο του ρατσισμού στους νέους, επεσήμανε το 2019 με ανακοίνωσή της ότι αυτές οι διακρίσεις «υπονομεύουν την ισότητα στην υγεία όλων των παιδιών, των εφήβων, των νέων ενηλίκων και των οικογενειών τους».
Έρευνες έχουν συνδέσει τον ρατσισμό με αυξημένη βρεφική θνησιμότητα, γεννήσεις λιποβαρών νεογνών και άλλες επιπλοκές που κοστίζουν στη μετέπειτα ζωή των παιδιών.
Η AAP συνιστά ότι οι νέοι με τραυματικό βίωμα ρατσισμού θα πρέπει να υποβάλλονται σε αξιολόγηση ρουτίνας για καταστάσεις ψυχικής υγείας, συμπεριλαμβανομένων των διαταραχών μετατραυματικού στρες, άγχους και κατάθλιψης. Ακόμα και αν δεν έχουν βιώσει τα ίδια τις διακρίσεις και επιθέσεις αλλά έχουν υπάρξει μάρτυρες τέτοιων επεισοδίων, κινδυνεύουν εξίσου από τις επιπτώσεις του στρες στην ανάπτυξη του εγκεφάλου, καταλήγοντας σε εντονότερα αρνητικά συναισθήματα όπως ο φόβος και δυσκολίες στη μάθηση και τη μνήμη.