Η καθυστέρηση της περιόδου αποτελεί ένα από τα πιο συχνά θέματα που απασχολούν τις γυναίκες, προκαλώντας ανησυχία και συχνά ανασφάλεια. Ιατρικά, η εμμηνορροϊκή περίοδος θεωρείται καθυστερημένη όταν δεν εμφανιστεί για περισσότερες από 5-7 ημέρες από την προβλεπόμενη ημερομηνία, ενώ μεγάλη καθυστέρηση ορίζεται συνήθως όταν η απουσία της φτάνει ή ξεπερνά τις 10-14 ημέρες.
Η πιο συχνή αιτία καθυστέρησης είναι η κύηση. Ένα θετικό τεστ εγκυμοσύνης μπορεί να επιβεβαιώσει ή να αποκλείσει αυτό τον λόγο, ιδιαίτερα όταν η καθυστέρηση συνοδεύεται από άλλα συμπτώματα, όπως ευαισθησία στο στήθος, ναυτία ή συχνουρία.
Άλλοι παράγοντες που μπορούν να προκαλέσουν καθυστέρηση περιλαμβάνουν ορμονικές διαταραχές, όπως η πολυκυστική νόσος των ωοθηκών (PCOS), προβλήματα στον θυρεοειδή αδένα ή διαταραχές στην υπόφυση. Οι ορμονικές ανισορροπίες επηρεάζουν την παραγωγή οιστρογόνων και προγεστερόνης, καθυστερώντας την ωορρηξία και κατά συνέπεια την περίοδο.
Το άγχος και η ψυχολογική πίεση μπορούν επίσης να επηρεάσουν τον κύκλο, καθώς το στρες αυξάνει την παραγωγή κορτιζόλης, η οποία παρεμβαίνει στις ορμονικές λειτουργίες. Παράλληλα, αλλαγές στον τρόπο ζωής, όπως απώλεια ή αύξηση βάρους, εντατική άσκηση ή ταξίδια με διαφορές ώρας, μπορεί να διαταράξουν προσωρινά τον κύκλο.
Ορισμένα φάρμακα, όπως αντισυλληπτικά ή θεραπείες με ορμόνες, επηρεάζουν επίσης την εμμηνορρυσία και μπορεί να προκαλέσουν καθυστέρηση ή ακανόνιστες περιόδους.
Σε πιο σπάνιες περιπτώσεις, η καθυστέρηση μπορεί να οφείλεται σε παθολογικές καταστάσεις, όπως ενδομητρίωση, ινομυώματα ή προβλήματα στις ωοθήκες, που απαιτούν ιατρική διερεύνηση.
Η συμβουλή των ειδικών είναι ότι αν η καθυστέρηση υπερβαίνει τις δύο εβδομάδες ή επαναλαμβάνεται συχνά, είναι σημαντικό να επισκεφθείτε γυναικολόγο. Η σωστή διάγνωση μπορεί να αποκαλύψει την αιτία, να καθησυχάσει ή να δώσει την κατάλληλη θεραπευτική λύση, αποφεύγοντας περιττό άγχος και διασφαλίζοντας τη γυναικολογική υγεία.