Το να ξεχνά κανείς πού άφησε τα κλειδιά, ποιον ήθελε να καλέσει ή πώς λέγεται κάποιος γνωστός, είναι φαινόμενο που πολλοί αποδίδουν στην ηλικία ή στο άγχος. Ωστόσο, οι ειδικοί τονίζουν ότι οι μικρές «τρύπες» στη μνήμη δεν σημαίνουν πάντα κάτι ανησυχητικό, αλλά είναι αποτέλεσμα πολλών παραγόντων που επηρεάζουν τη λειτουργία του εγκεφάλου.
Ο πιο συνηθισμένος «ένοχος» είναι η πνευματική κόπωση και το χρόνιο στρες. Όταν ο εγκέφαλος είναι διαρκώς υπερφορτωμένος με πληροφορίες και υποχρεώσεις, μειώνεται η ικανότητά του να αποθηκεύει και να ανακαλεί δεδομένα. Το στρες αυξάνει τα επίπεδα κορτιζόλης, μιας ορμόνης που επηρεάζει αρνητικά τον ιππόκαμπο — την περιοχή που ελέγχει τη μνήμη και τη μάθηση.
Εξίσου σημαντικό ρόλο παίζει και ο ύπνος. Κατά τη διάρκεια του ύπνου, ο εγκέφαλος «αρχειοθετεί» τις πληροφορίες της ημέρας. Όταν δεν ξεκουράζεται αρκετά, η ικανότητα συγκέντρωσης και μνήμης πέφτει θεαματικά. Μάλιστα, έρευνες δείχνουν ότι ακόμη και ένα βράδυ κακού ύπνου μπορεί να μειώσει τη μνημονική απόδοση έως και 30%.
Άλλοι παράγοντες που συμβάλλουν στη λησμοσύνη είναι η κακή διατροφή, η έλλειψη βιταμίνης Β12, η αφυδάτωση και η καθιστική ζωή. Ο εγκέφαλος χρειάζεται οξυγόνο, νερό και θρεπτικά συστατικά για να λειτουργεί σωστά· η έλλειψή τους προκαλεί «θολούρα» και ξεχαστικότητα.
Από την άλλη, αν οι δυσκολίες μνήμης είναι συχνές και επιδεινώνονται, συνοδεύονται από αποπροσανατολισμό ή δυσκολία στην επικοινωνία, μπορεί να πρόκειται για ήπια γνωστική διαταραχή — μια κατάσταση που χρειάζεται ιατρική αξιολόγηση, καθώς σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να εξελιχθεί σε άνοια.
Για την πρόληψη, οι νευρολόγοι προτείνουν πνευματική άσκηση, όπως διάβασμα, σταυρόλεξα ή εκμάθηση νέων δεξιοτήτων, ισορροπημένη διατροφή με ωμέγα-3 λιπαρά και καθημερινή φυσική δραστηριότητα. Η μνήμη, όπως κάθε άλλη λειτουργία του οργανισμού, χρειάζεται φροντίδα και εξάσκηση — και ευτυχώς, στις περισσότερες περιπτώσεις, μπορεί να βελτιωθεί θεαματικά.