«Γνωρίζουμε ελάχιστα για το πώς αναπτύσσεται το ανοσοποιητικό σύστημα σε όλη τη διάρκεια της ζωής και τα περισσότερα στοιχεία από αυτά που γνωρίζουμε για την ανάπτυξη στα παιδιά προέρχονται από μελέτες σε ζώα» εξηγεί η Αμερικανίδα αναπτυξιολόγος Donna Farber από το Πανεπιστήμιο Columbia επισημαίνοντας ότι η αδυναμία αυτών των μελετών εντοπίζεται στο γεγονός ότι τα ποντίκια που χρησιμοποιούνται ως πειραματόζωα μεγαλώνουν με ταχύτερο ρυθμό σε σχέση με τον άνθρωπο και το ανοσοποιητικό τους σύστημα είναι λίγο διαφορετικό.
Η ομάδα της Farber χρησιμοποιώντας δείγματα ιστών από νεκρούς δότες παιδιατρικών οργάνων, κατάφερε να εντοπίσει πτυχές της ανάπτυξης του ανοσοποιητικού συστήματος που διακρίνουν τα μωρά από τους ενήλικες.
Πώς λειτουργεί το ανοσοποιητικό
Η πρώτη σχετική μελέτη, που δημοσιεύτηκε στο Immunity, διαπίστωσε ότι τα εξειδικευμένα ανοσοκύτταρα του οργανισμού που ονομάζονται “Τ κύτταρα μνήμης” και ξεκινούν να σχηματίζονται μετά την πρώτη έκθεση του οργανισμού σε κάποιο σε παθογόνο, μέχρι την ηλικία των 3 ετών συσσωρεύονται γρήγορα στους πνεύμονες και τα έντερα και με πιο αργό ρυθμό στο αίμα και στους λεμφικούς ιστούς.
Αυτή η ομάδα κυττάρων είναι που επιτρέπει σε μεγαλύτερα παιδιά και ενήλικες να αναπτύξουν μια άμεση και συγκεκριμένη ανοσολογική απόκριση κάθε φορά που κάποιος παθογόνος οργανισμός εισβάλλει στο σώμα.
Οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι τα συγκεκριμένα κύτταρα δεν είναι λειτουργικά ώριμα στα μικρά παιδιά με αποτέλεσμα αυτά να αναπτύσσουν σταδιακά την ικανότητα για προστατευτική ανοσία περίπου στην ηλικία 4-6 ετών. Αυτό εξηγεί γιατί τα μωρά και τα μικρότερα σε ηλικία παιδιά είναι πιο επιρρεπή σε επαναλαμβανόμενες λοιμώξεις του αναπνευστικού και άλλες μολυσματικές ασθένειες σε σύγκριση με τους ενήλικες.
Τα ίδια ευρήματα μπορεί επίσης να εξηγήσουν γιατί η εισαγωγή τροφίμων στα παιδιά κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους της ζωής θα μπορούσε να αποτρέψει σοβαρές τροφικές αλλεργίες.
Τα κύτταρα Τ πρώιμης μνήμης είναι πιο ανεκτικά από τα ώριμα κύτταρα, επομένως δεν πρόκειται να δημιουργήσουν ανοσοαπόκριση έναντι νέων τροφών, εξηγούν οι γιατροί.
Το «μυστικό όπλο» των μωρών
Ωστόσο ενώ τα βρέφη πράγματι είναι πολύ ευαίσθητα σε επαναλαμβανόμενες λοιμώξεις μια δεύτερη μελέτη που δημοσιεύτηκε στο Nature Immunology, διαπίστωσε ότι τα μωρά έχουν την ίδια στιγμή έναν μοναδικό τρόπο να αντιμετωπίζουν νέα παθογόνα.
Οι ερευνητές εντόπισαν συστάδες “Β κυττάρων” τα οποία παράγουν αντισώματα που περιβάλλονται από “Τ κύτταρα” στους πνεύμονες των βρεφών. Αυτός ο λεμφοειδής ιστός που σχετίζεται με το ανοσοποιητικό, σχηματίζεται μεταξύ 6 και 12 μηνών και εξαφανίζεται μετά την ηλικία των 3 ετών.
Ο μηχανισμός αυτός επιτρέπει στον πνεύμονα να παράγει αντισώματα έναντι παθογόνων του αναπνευστικού πολύ πριν αναπτυχθεί η μνήμη των “Τ κυττάρων”. Το εντυπωσιακό είναι ότι αυτός ο ιστός καταρρέει στη μεταγενέστερη παιδική ηλικία όταν πλέον ο οργανισμός δεν τον χρειάζεται.
Το παραπάνω εύρημα εξηγεί και γιατί τα μικρά παιδιά είναι πιο ανθεκτικά σε νέες λοιμώξεις του αναπνευστικού σε σύγκριση με τους ενήλικες – συμπεριλαμβανομένου του SARS-CoV-2.
«Με τον SARS-CoV-2, έναν ιό που κανείς δεν είχε συναντήσει ποτέ πριν, είδαμε ότι τα άτομα στα 50 και τα 60 τους ήταν πολύ ευαίσθητα στο να αναπτύξουν σοβαρή COVID-19, αλλά τα περισσότερα παιδιά που εκτέθηκαν στον SARS-CoV-2 ήταν καλά στην υγεία τους. Αυτό έδειξε ότι τα μωρά και τα μικρά παιδιά διαθέτουν έναν μηχανισμό προσαρμογής που τους επιτρέπει να ανταποκρίνονται καλύτερα σε καινούργια παθογόνα σε σχέση με τους ενήλικες» διευκρινίζει η επικεφαλής της έρευνας.
Η ύπαρξη αυτής της ομάδας «Β κυττάρων» είναι ίσως ο λόγος για τον οποίο ορισμένα παιδιά αναπτύσσουν χρόνιο άσθμα και αλλεργίες, συνεχίζουν οι ειδικοί.
Είναι πιθανό αυτές οι ασθένειες να προκαλούνται εν μέρει από την δυσλειτουργική παράταση παραμονής του μηχανισμού στο σώμα καθώς τα παιδιά μεγαλώνουν με αποτέλεσμα την υπερβολική αντίδραση του ανοσοποιητικού σε ορισμένα αντιγόνα, λέει η Farber προσθέτοντας ότι η μελέτη μπορεί να δώσει ενδείξεις και σχετικά με τα αποτελέσματα πρώιμων δοκιμών ενδορρινικών εμβολίων για την COVID 19 που δεν έδωσαν πολλά αποτελέσματα σε ενήλικες εν αντιθέσει με το ενδορρινικό εμβόλιο γρίπης που τείνει να λειτουργεί καλύτερα στον παιδικό πληθυσμό.
Σύμφωνα με τους μελετητές, αυτό το είδος εμβολίου ίσως να είναι πιο αποτελεσματικό στα παιδιά επειδή διαθέτουν τα πρώτα χρόνια ζωής τους τον συγκεκριμένο μηχανισμό με τον οποίο μπορούν να φτιάξουν νέα αντισώματα στους πνεύμονες.
Σε κάθε περίπτωση, η ικανότητα αυτή του παιδικού οργανισμού παρέχει κάποια προστασία αλλά δεν αποτρέπει κάθε είδους μόλυνση, διευκρινίζουν οι ειδικοί τονίζοντας την σημασία του παιδικού εμβολιασμού που δεν πρέπει να αμελείται.