Ένα πρωτοποριακό και άκρως ελπιδοφόρο τεστ ανέπτυξαν επιστήμονες του Κέντρου Καρκίνου Rogel του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν στις ΗΠΑ. Πρόκειται για ένα τεστ ούρων που ανιχνεύει θραύσματα DNA τα οποία απελευθερώνονται από όγκους της κεφαλής και του τραχήλου.
Ο ιός των ανθρώπινων θηλωμάτων (HPV) αναγνωρίζεται ευρέως ως η αιτία του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας, ωστόσο διαπιστώθηκε ότι προκαλεί επίσης καρκίνους στο στόμα, το λαιμό και σε πρόσθετες περιοχές της κεφαλής και του τραχήλου. Η έγκαιρη ανίχνευση αυτών των όγκων είναι ζωτικής σημασίας, διότι η διάγνωση του καρκίνου σε πρώιμο στάδιο προάγει καλύτερα αποτελέσματα για τους ασθενείς.
Μέσω της αλληλούχισης ολόκληρου του γονιδιώματος, η ερευνητική ομάδα επιβεβαίωσε ότι τα τμήματα DNA που απελευθερώνονται από τα καρκινικά κύτταρα, τα οποία περνούν από την κυκλοφορία του αίματος στα ούρα μέσω των νεφρών, είναι κατά κύριο λόγο εξαιρετικά μικρά (λιγότερα από 50 ζεύγη βάσεων). Λόγω του μικρού τους μεγέθους, τα θραύσματα αυτά είναι πολύ πιο πιθανό να μην γίνουν αντιληπτά κατά τη διάρκεια των συμβατικών εξετάσεων υγρής βιοψίας ούρων ή αίματος για την ανίχνευση κυκλοφορούντος DNA όγκου (ctDNA).
Οι πρώτες αντιδράσεις των επιστημόνων
Η έρευνα βρίσκεται σε πρώιμη φάση, ωστόσο το τεστ έχει ήδη διανεμηθεί σε ασθενείς για ερευνητικούς σκοπούς. Αυτό θα επιτρέψει στους ερευνητές να συλλέξουν σημαντικά δεδομένα σχετικά με την αποτελεσματικότητα του τεστ.
«Ένα από τα πιο αξιοσημείωτα ευρήματα αυτής της μελέτης είναι ότι το τεστ ανίχνευσε υποτροπές καρκίνου πολύ νωρίτερα από ό,τι η κλινική απεικόνιση. Ως εκ τούτου, αυτά τα πολλά υποσχόμενα αποτελέσματα μας έδωσαν την αυτοπεποίθηση να διευρύνουμε το πεδίο εφαρμογής της μελέτης, επιδιώκοντας να επεκτείνουμε ακόμη περισσότερο τη διανομή», προσθέτει ο συν-συγγραφέας της μελέτης, Τσαντ Μπρένερ, αναπληρωτής καθηγητής ωτορινολαρυγγολογίας-χειρουργικής κεφαλής και τραχήλου.
Αν και οι ερευνητές εστίασαν στους καρκίνους της κεφαλής και του τραχήλου, το νέο τεστ θα μπορούσε να βελτιστοποιηθεί ώστε να ανιχνεύει και άλλους καρκίνους, σύμφωνα με τη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «JCI Insight».