Κάθε δέκα χρόνια διπλασιάζεται ο αριθμός των ανθρώπων που φτάνουν τα 100 χρόνια ζωής, παρά το γεγονός ότι κάποτε το να συμπληρώσει κάποιος έναν αιώνα ζωής ήταν εξαιρετικά σπάνιο.
Σύμφωνα με τα ευρήματα νέας μελέτης, η μακροζωία μπορεί να προβλεφθεί βάσει συγκεκριμένων βιοδεικτών.
Οι ερευνητές ανέλυσαν δεδομένα από 44.000 Σουηδούς ηλικίας 64-99 ετών, οι οποίοι υποβλήθηκαν σε αξιολόγηση της υγείας τους.
Οι ερευνητές εξέτασαν επίσης δείκτες που συνδέονται με τη μεταβολική κατάσταση και τη λειτουργία του οργανισμού, συμπεριλαμβανομένης της ολικής χοληστερόλης και της γλυκόζης, καθώς και δείκτες που σχετίζονται με τη λειτουργία του ήπατος, όπως η αμινοτρανσφεράση της αλανίνης (Alat), η ασπαρτική αμινοτρανσφεράση (Asat), η αλβουμίνη, η γ-γλουταμυλ τρανσφεράση (GGT), η αλκαλική φωσφατάση (Alp) και γαλακτική αφυδρογονάση (LD).
Επιπλέον, αναλύθηκε η κρεατινίνη, η οποία συνδέεται με τη λειτουργία των νεφρών, ο σίδηρος και η ολική ικανότητα δέσμευσης σιδήρου (TIBC), η οποία συνδέεται με την αναιμία. Τέλος, ερευνήθηκε η λευκωματίνη, ένας βιοδείκτης που σχετίζεται με τη διατροφή.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι, συνολικά, όσοι έφτασαν στα εκατοστά γενέθλιά τους έτειναν να έχουν χαμηλότερα επίπεδα γλυκόζης, κρεατινίνης και ουρικού οξέος από τα 60 τους και μετά. Αν και οι διάμεσες τιμές δεν διέφεραν σημαντικά μεταξύ αιωνόβιων και μη αιωνόβιων για τους περισσότερους βιοδείκτες, οι αιωνόβιοι σπάνια εμφάνιζαν εξαιρετικά υψηλές ή χαμηλές τιμές. Για παράδειγμα, πολύ λίγοι από τους αιωνόβιους είχαν επίπεδο γλυκόζης πάνω από 6,5 νωρίτερα στη ζωή τους ή επίπεδο κρεατινίνης πάνω από 125.
Κατά τη διερεύνηση των βιοδεικτών που συνδέονται με την πιθανότητα να φτάσει κάποιος τα 100, διαπιστώθηκε ότι όλοι εκτός από δύο (alat και λευκωματίνη) από τους 12 βιοδείκτες έδειξαν σχέση με την πιθανότητα να πλησιάσει κάποιος τα 100.
Τα άτομα με χαμηλότερη ολική χοληστερίνη και σίδηρο, είχαν μικρότερες πιθανότητες να φτάσουν τα 100 χρόνια σε σύγκριση με εκείνους με υψηλότερα επίπεδα. Εν τω μεταξύ, άτομα με υψηλότερα επίπεδα γλυκόζης, κρεατινίνης, ουρικού οξέος και δεικτών για τη λειτουργία του ήπατος, επίσης είχαν λιγότερες πιθανότητες να γίνουν αιωνόβιοι. Σε απόλυτους όρους, οι διαφορές ήταν μάλλον μικρές για ορισμένους από τους βιοδείκτες, ενώ για άλλους οι διαφορές ήταν κάπως πιο ουσιαστικές.
Για το ουρικό οξύ, για παράδειγμα, η απόλυτη διαφορά ήταν 2,5 ποσοστιαίες μονάδες. Αυτό σημαίνει ότι τα άτομα στην ομάδα με το χαμηλότερο ουρικό οξύ είχαν 4% πιθανότητα να γίνουν 100 ετών, ενώ στην ομάδα με τα υψηλότερα επίπεδα ουρικού οξέος μόνο το 1,5% έφτασε στην ηλικία των 100 ετών.