Ένα στα πέντε μωρά ηλικίας έως 12 μηνών αντιμετωπίζουν δυσκολίες στον ύπνο τους. Αυστραλοί επιστήμονες προτείνουν την παρακολούθηση της ψυχικής υγείας αυτών των παιδιών κατά τον πρώτο χρόνο της ζωής τους, γιατί όπως λένε σχετίζονται με αυξημένη πιθανότητα να εκδηλώσουν άγχη και συναισθηματικές διαταραχές μετά από μερικά χρόνια.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τη δρα Φάλον Κουκ του Ερευνητικού Ινστιτούτου Παίδων Μέρντοχ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό παιδιατρικής «Archives of Disease in Childhood», μελέτησαν 1.507 μητέρες και τα παιδιά τους από την ηλικία των τριών μηνών έως των δέκα ετών. Από αυτά, σχεδόν το 20% των παιδιών είχαν μόνιμα προβλήματα ύπνου, το 56% μέτρια και πιο περιστασιακά προβλήματα, ενώ μόνο το 25% κοιμούνταν κανονικά.
Διαπιστώθηκε ότι, σε σχέση με τα παιδιά που έκαναν φυσιολογικό ύπνο, όσα εμφάνιζαν μόνιμα και σοβαρά προβλήματα ύπνου είχαν σχεδόν τριπλάσιο κίνδυνο να εμφανίσουν συναισθηματικές δυσκολίες στην ηλικία των τεσσάρων ετών και υπερδιπλάσια πιθανότητα να διαγνωσθούν με συναισθηματική διαταραχή στην ηλικία των δέκα ετών.
Αυτά τα παιδιά εμφάνιζαν, μεταξύ άλλων, άγχος αποχωρισμού από τους γονείς τους, κοινωνική φοβία (αγχώδη κοινωνική διαταραχή), αγοραφοβία, ψυχαναγκαστική διαταραχή, ειδικές φοβίες (π.χ. υψοφοβία), διαταραχή πανικού, μετατραυματικό στρες, γενικευμένη αγχώδη διαταραχή, κατάθλιψη ή διπολική διαταραχή.
«Οι επίμονες διαταραχές ύπνου κατά τη βρεφική ηλικία μπορεί να αποτελούν πρώιμο δείκτη αυξημένου κινδύνου το παιδί να εκδηλώσει αργότερα δυσκολίες ψυχικής υγείας, ιδίως προβλήματα άγχους. Γι’ αυτό, αυτά τα παιδιά θα πρέπει να παρακολουθούνται για τυχόν προβλήματα ψυχικής υγείας στην παιδική ηλικία τους», ανέφεραν οι ερευνητές.