Μια σειρά νέων μελετών ασχολήθηκαν και εντόπισαν αν τελικά υφίσταται όντως κίνδυνος για τους υπερτασικούς ασθενείς που λαμβάνουν την συγκεκριμένη αγωγή.
Μια νέα σύνοψη μελετών που δημοσιεύεται στο Function διαψεύδει τους ισχυρισμούς περί επικινδυνότητας της αμλοδιπίνης, μιας ουσίας που χρησιμοποιείται ευρέως στα συνταγογραφούμενα φάρμακα για τη θεραπεία της υπέρτασης.
Η αμλοδιπίνη είναι ένας αναστολέας της εισόδου των ιόντων ασβεστίου (αναστολέας των βραδέων διαύλων ασβεστίου ή ανταγωνιστής των ιόντων ασβεστίου) και αναστέλλει την δια μέσου της κυτταρικής μεμβράνης είσοδο ιόντων ασβεστίου προς το εσωτερικό των καρδιακών κυττάρων και των λείων μυικών ινών.
Με απλά λόγια, η αμλοδιπίνη λειτουργεί αναστέλλοντας έναν τύπο διαύλου ασβεστίου, που βρίσκεται στα αιμοφόρα αγγεία. Όταν ο δίαυλος ανοίγει, το ασβέστιο εισέρχεται στον μυ, προκαλώντας συστολή, με αποτέλεσμα να αυξάνεται η αρτηριακή πίεση. Η αμλοδιπίνη εμποδίζει την είσοδο του ασβεστίου, οδηγώντας σε χαλάρωση των αγγείων και μείωση της αρτηριακής πίεσης. Πρόσφατα, ορισμένοι ερευνητές αμφισβήτησαν το όφελος της αμλοδιπίνης για τη θεραπεία της υπέρτασης και εξέφρασαν τον προβληματισμό τους για τα ευρήματα μελετών που ήθελαν την αμλοδιπίνη να ενεργοποιεί έναν διαφορετικό τύπο διαύλου ασβεστίου, προκαλώντας αλλαγές στα αιμοφόρα αγγεία και αύξηση καρδιακής ανεπάρκειας στους ασθενείς.
Μια νέα μελέτη που διενεργήθηκε από ερευνητικές ομάδες των Εθνικών Ινστιτούτων Υγείας και του Πανεπιστημίου της Γλασκώβης διαπιστώνει ότι η λήψη αμλοδιπίνης είναι απίθανο να οδηγήσει σε αύξηση της καρδιακής ανεπάρκειας στους ασθενείς. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η αμλοδιπίνη φαίνεται να έχει πράγματι χημικές ιδιότητες, που κάνουν το φάρμακο να μιμείται την ενεργοποίηση των καναλιών ασβεστίου, χωρίς στην πραγματικότητα να ανοίγει τα κανάλια. Μια μετα-ανάλυση που συνδύαζε κλινικές δοκιμές και μια προοπτική ανάλυση στον πραγματικό κόσμο έδειξε ότι η αμλοδιπίνη δεν συσχετίστηκε με αυξημένη καρδιακή ανεπάρκεια ή άλλα καρδιαγγειακά προβλήματα.